διδασκαλικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of teaching or for for teaching, having to do with education, instructive, didactic, τινός Philol.11; ὄργανον Pl.Cra.388b; λόγοι X.Mem.1.2.21; πειθὼ δ. περί τι Pl.Grg.453e, cf. 455a: ἡ διδασκαλική (sc. τέχνη) the faculty of giving instruction, Id.Sph.231b; τὸ διδασκαλικόν = instruction, method of teaching, Id.Lg.813b; so, in disparagement, τὸ πρεσβυτικὸν καὶ διδασκαλικόν = the didactic manner of old age, of Isocrates, Hermog.Id.2.11: Comp. διδασκαλικώτερος Arist.Metaph.982a13. Adv. διδασκαλικῶς = in instructive manner, methodically Pl.Cra.388c, Plb.6.3.5: Comp. διδασκαλικώτερον Dioph.1p.474T., Hermog. Inv.1.1.
2 διδασκαλική (sc. ὁμολογία, ἡ, contract of apprenticeship, POxy. 275.34 (i A. D.).
3 Gramm., τόπος διδασκαλικός, classic passage, Lat. locus classicus, Sch.Il.5.857.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): fem. -ά Philol.B 11; διδεσκ- PMich.Teb.123re.2.34 (I d.C.)
I apto, propio para enseñar, instructivo, didáctico gener. de abstr. c. gen. ἁ φύσις δ. τῶ ἀπορουμένω Philol.l.c., sin rég. πειθώ Pl.Grg.453e, λόγοι X.Mem.1.2.21, Vett.Val.54.3, cf. Isoc.12.271, ἐπιστήμη Arist.Metaph.982a28, παιδείας τρόπος I.Ap.2.171, δύναμις Eun.Cyz.Apol.25, φιλοσοφία δὲ τὸ σαφὲς καὶ δ. ἀσπασαμένη Plu.2.406e, cf. Ph.1.319, del estilo oratorio de Isócrates, Hermog.Id.2.11 (p.397), σχῆμα D.H.Amm.2.1.2, de una obra literaria, Aus.234.29, Seru.Georg.1.proem., ὁ τόπος Sch.Er.Il.5.857b
•en la reflexión lingüíst. ὄνομα ἄρα δ. τί ἐστιν ὄργανον καὶ διακριτικὸν τῆς οὐσίας entonces el nombre es un instrumento que puede instruir y discernir sobre la esencia Pl.Cra.388b
•de pers. enseñante, que instruye οὐδ'... διδασκαλικὸς ὁ ῥήτωρ ... δικαστηρίων ... δικαίων τε πέρι καὶ ἀδίκων no es el orador el que instruye a los tribunales sobre lo justo y lo injusto Pl.Grg.455a, μάγειρος Ath.291d, Οὐάρρων Lyd.Mag.proem.12
•neutr. compar. como adv. de manera más instructiva τὰς τέχνας ἀφηγήσασθαι Hermog.Inu.1.1 (p.94), ὑποδείξομεν ... τὰ ζητούμενα Dioph.474.10.
II subst.
1 ἡ διδασκαλική = el arte de la enseñanza, la enseñanza Pl.Sph.231b, c. gen. τῶν ἔργων Arist.Pol.1260b4
•tb. neutr. τραχὺ ὀνομάζων τὸ διδασκαλικόν = tildando de severa mi enseñanza Gr.Nyss.M.46.313D.
2 ἡ διδασκαλική = contrato de aprendizaje κυρία ἡ δ. POxy.275.34 (I d.C.), SB 10236.40 (I d.C.), cf. PMich.Teb.l.c., SB 13305.35 (III d.C.).
3 ἡ διδασκαλική = un tipo de poema exegético Diom.482.31, 483.1.
4 τὸ διδασκαλικόν = capacidad de instruir μουσικῆς τὸ διδασκαλικόν Pl.Lg.813b, ἔστι γὰρ ἡ δίδαξις ἐνέργεια τοῦ διδασκαλικοῦ Arist.Ph.202b7.
5 τὸ διδασκαλικόν = documento formal, informe oficial ἐπιδέδωκα ὑμῖν τὸ δ. πρὸς εἴδησιν τῆς ἡμῶν δεσποίνης PMasp.283.2.25, cf. 3.24 (VI d.C.), δ. προσφέρειν τοῖς ... ἐπάρχοις τοῖς τὴν ψήφον προάγουσιν Iust.Nou.119.5.
III adv. διδασκαλικῶς = de forma instructiva o magistral Pl.Cra.388c, ὑποδεικνύειν Plb.6.3.5, τοῖς λεγομένοις Str.1.1.10, cf. Vett.Val.18.11, Aristid.Rh.531, Clem.Al.Strom.3.74.3.
German (Pape)
[Seite 615] zum Lehren oder Unterrichten gehörig, geschickt, Plat. Gorg. 755 a; ἡ ἐν τοῖς λόγοις διδασκαλική, sc. τέχνη, Soph. 229 e; λόγοι Xen. Mem. 1, 2, 21; Arist. u. Folgde; τόπος διδασκαλικός, locus classicus, Schol. Il. 5, 857. – Adv., Plat. Crat. 388 c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l'enseignement ; λόγοι διδασκαλικοί XÉN les discours, càd les enseignements du maître;
2 capable d'enseigner, apte à instruire ; τὸ διδασκαλικόν PLUT ce qui peut instruire.
Étymologie: διδάσκαλος.
Russian (Dvoretsky)
διδασκᾰλικός:
1 относящийся к обучению, дидактический (λόγοι Xen.; ἐπιστήμη Arst.);
2 поучительный, назидательный (δ. καὶ πειστικός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐδασκᾰλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς διδασκαλίαν ἢ εἰς διδάσκαλον, καὶ ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ διδάσκειν, διδακτικός, Πλάτ. Κρατ. 388Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 21· περί τινος Πλάτ. Γοργ. 455Α· ― ἡ διδασκαλικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ περὶ τὴν διδασκαλίαν ἱκανότης, εὐχέρεια, ὁ αὐτ. Σοφ. 231Β· τινός, περί τινος, ὁ αὐτ. Γοργ. 453Ε· τὸ διδασκαλικόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 813Β· ― τόπος δ., locus classicus, Γραμμ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Κρατ. 388Β, Πολύβ. 6. 3, 5· ὑπερθ. διδασκαλικώτατα Κλήμ. Ἀλ. 380.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διδασκαλικός, -ή, -όν) και δασκαλικός, -ή, -ό και δασκάλικος, -η, -ο διδάσκαλος
αυτός που αναφέρεται σε διδάσκαλο
αρχ.-νεοελλ. φρ. «διδασκαλικός τόπος, διδασκαλικό(ν) χωρίο(ν)» — χωρίο με το οποίο ερμηνεύεται φανερά η σημασία λέξεως ή πράγματος (locus classicus)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η διδασκαλική (ενν. τέχνη) και δασκαλική
το διδασκαλικό επάγγελμα
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το διδασκαλικόν
πληροφορία, αναφορά («οι ευλαβέστατοι μοναχοί... επέδωκαν διδασκαλικόν»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. η διδασκαλική (τέχνη)
α) η ικανότητα ή ευχέρεια για διδασκαλία
β) συμφωνητικό προσλήψεως μαθητευομένου
2. το ουδ. ως ουσ. το διδασκαλικόν
το κατάλληλο για διδασκαλία, το διαφωτιστικό.
Greek Monotonic
δῐδασκᾰλικός: -ή, -όν (δῐδάσκω), ικανός προς διδασκαλία, αυτός που αρμόζει στη διδασκαλία, εκπαιδευτικός, κατάλληλος προς καθοδήγηση, καθοδηγητικός, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
δῐδασκᾰλικός, ή, όν adj διδάσκω
fit for teaching, capable of giving instruction, instructive, Plat., Xen.