αἱμόρροος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ον, contr. αἱμόρρους, αἱμόρρουν,
A flowing with blood, τρώματα Hp.Art.69; αἱμόρροοι φλέβες veins so large as to cause a haemorrhage if wounded, Id.Fract. 11, ubiv.Gal.
2 suffering from haemorrhoids, Hp.Epid.4.7.
II as substantive, a serpent, whose bite makes blood flow from all parts of the body, Philum.Ven.21, Nic.Th.282; cf. αἱμορροΐς III.
Spanish (DGE)
αἱμόρροον
• Alolema(s): át. contr. αἱμόρρους, αἱμόρρουν; αἱμόροος Nic.Th.318
I por el que fluye la sangre τρώματα Hp.Art.69, φλέψ Hp.Aff.29bis, Fract.11, Alcmaeo A 18, αἱ. ... φλέβας ὀνομάζει τὰς μεγάλας Gal.18(2).459
•fig. σταφύλης εὖ λακτισμένης αἱμορρόῳ pasaje corrompido, Hes.Fr.381.
II subst.
1 (οἱ) αἱμόρροοι = derrames de sangre, hemorragias Hp.Epid.4.7.
2 zool. cierta serpiente, hemorroo δάκος αἱ. Nic.Th.282, cf. 318, 321, Philum.Ven.21 tít., Ael.Prom.45.20, 55.15, Ael.NA 15.13.
French (Bailly abrégé)
οος, αἱμόρροον;
att. αἱμόρρους, αἱμόρρους, αἱμόρρουν;
qui cause un flux de sang ; ὁ αἱμόρρους serpent d'Afrique dont la morsure cause des hémorragies.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόρροος: αἱμόρροον, συνῃρ. αἱμόρρους, αἱμόρρουν, ἐξ οὗ ῥέει αἷμα, τρώματα, Ἱππ. Ἄρθρ. 831· αἱμ. φλέβες = φλέβες τόσον μεγάλαι, ὥστε νὰ ὑπόκεινται εἰς αἱμορραγίαν τραυματιζόμεναι, ὁ αὐτ. Ἀγμ. 759, ἔνθα ἴδε Γαληνόν· ὁ ὑποφέρων ἐξ αἱμορραγίας, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὄφις τοῦ ὁποίου τὸ δῆγμα ἐνεργεῖ, ὥστε τὸ αἷμα νὰ ῥέῃ ἐκ πάντων τῶν μερῶν τοῦ σώματος, Διοσκ. ἰοβόλ. 30. Νικ. Θ. 282· πρβλ. αἱμορροΐς, ΙΙΙ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμόρροος, αἱμόρροον, contr. αἱμόρρους, αἱμόρρουν αἷμα, ῥέω met stromend bloed, bloedend; ook van zeer grote bloedvaten waar veel bloed doorheen stroomt; pregn. die last heeft van bloeduitstortingen. Hp. Epid. 4.7.
German (Pape)
-ρους,
1 blutfließend, Medic.
2 eine giftige Schlange, Nic. Th. 282 ff.; Ael. H.A. 15.13, 18.