πείσμα

From LSJ
Revision as of 16:52, 27 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

Greek Monolingual

(I)
το / πεῖσμα, ΝΜΑ πείθω
νεοελλ.
1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου»)
2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» — η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει
μσν.-αρχ.
1. πειθώ, πεποίθηση, εμπιστοσύνη («ἐὰν γὰρ τινι πεῖσμα δῷς», Κλήμ. Αλεξ.)
2. «μετὰ πείσματος» — με πεποίθηση.
(II)
το, ΝΜΑ
νεοελλ.
ναυτ. καθένα από τα χοντρά σχοινιά για την πρόσδεση ενός σκάφους σε μόνιμο αγκυροβόλιο, κν. ρεμέντζο, σχοινί για ρεμιντζάρισμα
μσν.-αρχ.
1. το καραβόσχοινο που ξεκινά από την πρύμνη του πλοίου και με το οποίο το σκάφος προσδένεται σε μεγάλη πέτρα ή στήλη της παραλίας («πείσμα δ' έλυσαν από τρητοίο λίθοιο», Ομ. Οδ.)
2. σχοινί ακάτου, καραβόσχοινο
3. σχοινί για οποιαδήποτε χρήση
4. μτφ. δεσμός («πᾱν πεῖσμα διέρρηκται», Ηλιόδ.)
5. ο συζυγικός δεσμός
6. ο μίσχος του σύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πεῖσμα (< πένθ-σμα) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhendh- «δένω, συνδέω, συνάπτω» (πρβλ. πενθ-ερός, φάτνη) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. badhnāmi «δένω» και γοτθ. bindan (βλ. και λ. πενθερός). Με τη λ. πεῖσμα συνδέονται πιθ. οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ.: «πάσμα
ᾧ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ φύλλον» (συνεσταλμένη βαθμίδα) και «πέσμα
ἐξ οὗ τὸ φύλλον ἦρτηται»].

Translations

stubbornness

Arabic: عِنَاد‎; Azerbaijani: inadkarlıq; Belarusian: упартасць; Breton: pennegezh; Bulgarian: упоритост, инат; Catalan: tossuderia, entercament; Chinese Mandarin: 頑固, 顽固, 固執, 固执; Czech: tvrdohlavost; Danish: stædighed; Dutch: halsstarrigheid; Faroese: treiskleiki, treiskni, tvørskapur; Finnish: itsepäisyys, jääräpäisyys; French: entêtement; German: Sturheit; Greek: πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι; Ancient Greek: ἀντιπαράταξις, ἀτεραμνότης, αὐθάδεια, αὐθαδία, σκληρότης, τὸ ἀτειρές, χαλεπότης; Hungarian: csökönyösség; Icelandic: þrjóska; Irish: ceanndánacht; Italian: cocciutaggine, testardaggine, ostinazione; Japanese: 頑固; Korean: 완고; Kashubian: ùpartosc; Latin: obstinatio; Macedonian: твр́доглавост, своеглавост, упорност, инает, инат; Old English: ānwilnes; Polish: upór, upartość; Portuguese: teimosia; Romanian: încăpățânare; Russian: упрямство, упорство, твердолобость, упёртость; Serbo-Croatian Cyrillic: тврдо̀главо̄ст, упорно̄ст; Roman: tvrdòglavōst, upórnōst; Slovak: tvrdohlavosť; Slovene: trmoglavost, trma; Spanish: testarudez, terquedad, cerrazón, cabezonería; Tagalog: kalig-inan, lig-in, baltik; Thai: ความดื้อรั้น; Turkish: inatçılık; Ukrainian: упертість