σεμνολογία

From LSJ
Revision as of 13:48, 1 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "German: Prahlen, Prahlerei, Angeben, Angabe;" to "German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, [[καυχησιολογία...)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνολογία Medium diacritics: σεμνολογία Low diacritics: σεμνολογία Capitals: ΣΕΜΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: semnología Transliteration B: semnologia Transliteration C: semnologia Beta Code: semnologi/a

English (LSJ)

ἡ, boasting, Chrysipp.Stoic.3.50; impressiveness, D.H. Comp.11, Th.23, 50, App.Syr.10.

German (Pape)

[Seite 871] ἡ, das würdevolle, feierliche Sprechen, das Reden in feierlichem oder vornehmem Tone, D. Hal. C. V. 11 Iud. de Isocr. 20.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gravité du discours.
Étymologie: σεμνολόγος.

Russian (Dvoretsky)

σεμνολογία:торжественная речь, велеречие Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνολογία: ἡ, σοβαρὰ ὁμιλίαἱεροπρεπής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, π. Θουκ. 23 καὶ 50, Πλούτ. 2. 1046D.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σεμνολόγος
1. το να μιλά κανείς με σεμνότητα και ευγένεια
2. συνεκδ. λόγος που χαρακτηρίζεται από σεμνότητα και λεπτότητα
αρχ.
(με κακή σημ.) κομπασμός, μεγαλαυχία.

Translations