φιλοδωρία
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ἡ, fondness for giving, bounteousness, IG7.101 (Megara), Luc.Vit.Auct.18, AelVH9.1, CIG2870 (Branchidae).
German (Pape)
[Seite 1279] ἡ, Schenkliebe, Freigebigkeit, Luc. vit. auct. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habitudes de générosité, de munificence.
Étymologie: φιλόδωρος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοδωρία: ἡ страсть делать подарки, щедрость Luc.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοδωρία: ἡ, τὸ φιλοδωρεῖν, γενναιοδωρία, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 18, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 2870.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ φιλόδωρος
η ιδιότητα του φιλόδωρου, γενναιοδωρία.
Greek Monotonic
φῐλοδωρία: ἡ, αρέσκεια στην παραχώρηση, γενναιοδωρία, σε Λουκ.
Middle Liddell
φῐλοδωρία, ἡ,
fondness for giving, bounteousness, Luc.