δορυφορέω
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
English (LSJ)
A attend as a bodyguard, τινά Hdt.2.168,3.127, Th.1.130; τὸν ἔπαρχον PAmh.2.79.52 (ii A.D.): generally, keep guard over, τὴν ἑκάστου σωτηρίαν D.23.123:—Med., ψυχὴν λογισμῷ Them.Or.1.5b:—Pass., to be guarded, στρατοπέδοις D.17.12; δορυφορεῖσθαι τῇ τῶν πολιτῶν εὐνοίᾳ Isoc.10.37: metaph., δορυφορεῖται ὑπὸ μανίας = is carried along by madness Pl.R.573a, cf. Ph.2.239, al.
b Astrol., of planets, attend, i. e. flank, the Sun, etc., Ptol.Tetr.114, al., S.E.M.5.38 (Pass.).
2 c. dat., attend as guard, ἡμῖν αὐτοῖς X.Cyr.7.5.84; πειθαρχοῦντας αὐτῷ καὶ δορυφοροῦντας Plb. 32.8.6.
3 metaph. of numbers in a series, flank, Iamb. in Nic. p.77 P.:—Pass., ib.p.40P.
Spanish (DGE)
I 1defender como guardia de corps, escoltar c. ac. de pers. τὸν βασιλέα Hdt.2.168, Theopomp.Hist.348, Ὀροίτεα (un sátrapa), Hdt.3.127, cf. 128, Th.1.130, Pl.R.575b, τὸν ἔπαρχον PAmh.79.52 (II d.C.), I.AI 15.217, D.C.53.11.5
•en v. pas. ser protegido por una guardia personal τῶν δὲ φίλων ἀξιούντων αὐτὸν δορυφορεῖσθαι Plu.Caes.57
•abs. servir como guardia de corps o escolta τοὺς ἐπιφανεστάτους τῶν ἀνδρῶν δορυφορεῖν ἔταξεν D.S.17.77, οἱ πάλαι δορυφορήσαντες Luc.DMort.16.3.
2 en Roma ser soldado pretoriano del emperador οἳ δορυφορεῖν εἰώθασι τοὺς βασιλέας Hdn.2.4.4, ὃν ἐχρῆν σώζειν καὶ δορυφορεῖν Hdn.2.13.6.
3 gener. escoltar, proteger con armas τὴν τελετήν Plu.Alc.34, en v. pas. ὑφ' ὧν (Χριστιανῶν) δορυφορούμενος Luc.Peregr.16
•fig. escoltar, acompañar τοὺς Λαμψακηνῶν ἐφήβους Epicur.Fr.[98], τοὺς ... ἀγγέλους ... τὸν παμβασιλέα πάντων δορυφορεῖν θεόν Eus.PE 7.16.1, οὐκέτι θρήνοις τοὺς τῶν ἁγίων δορυφοροῦμεν θανάτους Basil.M.31.484A, en v. pas. δορυφορεῖται ὑπὸ μανίας es escoltado por la locura Pl.R.573a, (ἐγκράτεια) δορυφορεῖται πρὸς εὐτελείας καὶ εὐκολίας dicho de la virtud, Ph.2.239, cf. Luc.Tim.28, ὑπὸ θηρίων Diog.Oen.19.2.2, πολλῇ μὲν θεραπείᾳ πολλῷ δὲ πλούτῳ δορυφορουμένη Hld.2.25.1, τὴν ... ψυχὴν ἀρεταῖς δορυφορεῖσθαι προτιμῶ Synes.Ep.101.
II gener.
1 defender con armas c. dat. αὐτοὶ δὲ ἡμῖν αὐτοῖς οὐ δορυφορήσομεν; X.Cyr.7.5.84, οἱ δεδορυφορηκότες τῇ τῶν τυράννων δυναστείᾳ Plb.21.32c.3, cf. 32.8.6, en v. pas. δορυφορούμενοι τοῖς τοῦ τυράννου στρατοπέδοις D.17.12, (τυραννίς) τῇ Σπαρτιατῶν δορυφορουμένη ἡγεμονίᾳ (tiranía) sostenida militarmente por la hegemonía de los espartiatas Plu.Pel.6, δορυφορεῖται ... ὑπ' αὐτῶν ἡ χώρα Philostr.VA 2.26.
2 fig. defender, salvaguardar c. ac. τὴν ἑκάστου σωτηρίαν D.23.123, πᾶσαν φιλίαν Aen.Gaz.Ep.7, en v. pas. τῇ τῶν πολιτῶν εὐνοίᾳ δορυφορούμενος Isoc.10.37, cf. D.L.1.97, en v. med. mismo sent. ψυχὴν λογισμῷ Them.Or.1.5b
•abs. οἱ κατὰ μέρος δορυφοροῦντες λογισμοί Ph.1.581.
III cien.
1 astrol. escoltar, ser satélite de τοῖς τὸν ἥλιον ἢ τὴν σελήνην ... δορυφορήσασι los planetas, Ptol.Tetr.3.5.4, en v. pas. τὰ φῶτα δορυφορούμενα ὑπὸ συναιρετῶν Cat.Cod.Astr.8(1).256, cf. Vett.Val.83.14
•tb. en v. med. δορυφορεῖσθαι δὲ ἀστέρας λέγουσιν S.E.M.5.38.
2 mat. flanquear, estar al lado de de los números en la tabla de productos, Iambl.in Nic.40.
German (Pape)
[Seite 660] ein δορυφόρος sein, als Trabant Einen vegleiten u. beschützen, u. übh. = beschützen; – a) τινά, Her. 2, 168; Thuc. 1, 130; τύραννον Plat. Rep. IX, 575 b; ἀλλήλους ἐπί τινα Xen. Hier. 4. 3, u. Sp.; übertr., τὴν σωτηρίαν Dem. 23, 123. Auch pass.; ὑπὸ μανίας Plat. Rep. IX, 573 a; τοῖς στρατοπέδοις Dem. 17, 12; τῇ τῶν πολιτῶν εὐνοίᾳ Isocr. 10, 37. – b) τινί, Einem Trabant sein, Xen. Cyr. 7. 5, 84; πειθαρχοῦντες αὐτῷ καὶ δορ. Pol. 32, 23, 6; öfter Sp., wie App. Mithr. 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être garde du corps ou satellite litt. porte-lance d'un prince ; τινα protéger ou escorter qqn comme garde du corps ; τινι être attaché à la garde de qqn ; fig. δορυφορεῖσθαί τινι, ὑπό τινος être protégé par qch.
Étymologie: δορυφόρος.
Russian (Dvoretsky)
δορυφορέω:
1 быть копьеносцем, состоять телохранителем (τινι Xen., Polyb.);
2 сопровождать в качестве телохранителя, охранять (τινα Her., Thuc., Plat., Plut.; τὴν σωτηρίαν τινός Dem.; φυγήν τινος Plut.): δορυφορεῖσθαί τινι Isocr. и ὑπό τινος Plat. быть охраняемым кем(чем)-л.;
3 астр. быть спутником; pass. иметь спутников (δορυφορεῖσθαι ἀστέρας λέγουσιν Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
δορῠφορέω: ὑπηρετῶ ὡς δορυφόρος, σωματοφύλαξ, τινα Ἡρόδ. 2. 168, 3. 127. Θουκ. 1. 130· καθόλου, φυλάττω, διατηρῶ, τὴν ἑκάστου σωτηρίαν Δημ. 661. 8. ― Παθ., φυλάττομαι, Δημ. 214, ἐν τέλ.· δορυφορεῖσθαι τῇ τῶν πολιτῶν εὐνοίᾳ Ἰσοκρ. 215C· ὑπὸ μανίας Πλάτ. Πολ. 573Α. ΙΙ. ὡσαύτως, δ. τινι, εἶμαι δορυφόρος τινός, Ξεν. Κυρ. 7. 5, 84, πρβλ. Πολύβ. 32. 23, 6.
Greek Monotonic
δορῠφορέω: μέλ. -ήσω (δορυφόρος)·
I. υπηρετώ ως σωματοφύλακας, τινά, σε Ηρόδ., Θουκ.· γενικά, φρουρώ, φυλάσσω, σε Δημ. — Παθ., φρουρούμαι, στον ίδ.
II. δ. τινί, υπηρετώ ως φρουρός, σε Ξεν.
Middle Liddell
δορῠφορέω, fut. -ήσω δορυφόρος
I. to attend as a bodyguard, τινα Hdt., Thuc.: generally, to keep guard over, Dem.:—Pass. to be guarded, Dem.
II. δ. τινι to serve as guard, Xen.