ἄρθρον
English (LSJ)
τό, (ἀραρίσκω)
A joint, Emp.17.22, etc.; ἄρθρων πόνοι Hp. Aph.3.31, al.; ἅπαν κατ' ἄρθρον S.Tr.769; κρᾶτα καὶ ἄρθρα the head and joints of the neck, Id.Ph.1208 (lyr., codd.); esp. the socket of the ankle-joint, ὁ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Hdt.3.129; in Hp.Art. I, al., ball of a joint, opp. socket (κοτύλη), cf. Gal.18(2).487 (but socket in Hp.Loc.Hom.6); μάρψας ποδός νιν ἄρθρον ᾗ λυγίζεται S.Tr.779, cf. Ph.1202 (lyr.).
2 generally, of limbs, etc., especially in plural, ἄρθρα ποδοῖν the ankles, Id.OT718, cf. 1032; of the legs, βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῖσα E.Hec.67 (lyr.); ἄρθρα τῶν κύκλων eyes, S.OT1270; ἄ. στόματος the mouth, E.Cyc.625; θέναρ διῃρημένον ἄρθροις lines, Arist.HA493b33; τὰ ἄρθρα alone, genitals, Hdt.3.87, 4.2, Arist.HA504b23, al; τὰ ἐντὸς ἄρθρα the internal organs, Mnesith. ap. Orib.8.38.7: metaph., ἄρθρα τᾶν φρενῶν Epich.250: in sg., ἄρθρον τῆς φωνῆς vocal articulation, Arist.HA536a3.
II Gramm., connecting word, Id.Po.1457a6; especially of the article, Id.Rh.Al.1435a35, Chrysipp.Stoic.2.45, D.H.Th.37, al.
Spanish (DGE)
-ου, τό
I 1articulación gener. ἄρθρων πόνοι Hp.Aph.3.31, en concr. ὤμου ἄ. Hp.Art.1, περὶ ἄρθρων tít. de una obra de Hp., Hp.Art., de las vértebras del cuello κρᾶτα ... καὶ ἄρθρα S.Ph.1207, ἄ. χειρὸς καὶ βραχίονος καρπός Arist.HA 494a2, ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Hdt.3.129, μάρψας ποδός νιν ἄρθρον ᾗ λογίζεται S.Tr.779
•de las líneas de la mano θέναρ ... διῃρημένον ἄρθροις Arist.HA 493b33.
2 miembro esp. en plu., Hp.Art.10, (Φιλότης) ἥτις καὶ θνητοῖσι νομίζεται ἔμφυτος ἄρθροις Emp.B 17.22, ἅπαν κατ' ἄρθρον en todo el cuerpo S.Tr.769
•de miembros particulares: pies βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῖσα E.Hec.67, genitales μοιχὸς ἐάλω ποτέ ... ἄρθρα ἐν ἄρθροις ἔχων Sol.Lg.28c, τὰ ἄρθρα Hdt.3.87, cf. Hsch., órganos internos τὰ ἔντος ἄρθρα Mnesith.Ath.51.29
•en formas perifr. ἄρθρα τῶν ... κύκλων ojos S.OT 1270, ποδῶν ... ἄρθρα pies S.OT 1032, ἄ. στόματος boca E.Cyc.625, ἄρθρα ταῦτα τᾶν φρενῶν (e.e. φρένες) Epich.240, τὰ ἄρθρα τῆς καρδίας el corazón LXX Ib.17.11.
II 1en el plano lingüístico ἄρθρον τῆς φωνῆς lenguaje articulado Arist.HA 536a3
•parte de la oración Phld.Rh.1.185.20.
2 gram. palabra de unión (artículo, αὐτός, preposiciones, etc.) Arist.Po.1457a6, D.T.634.5
•de ahí artículo Anaximen.Rh.1435a35, A.D.Synt.331.19, Chrysipp.Stoic.2.45, Demetr.Eloc.23, Plu.2.372d, Aristid.Quint.78.29
•ἄρθρα δεικτικά pronombres A.D.Pron.5.19.
• Etimología: De *ar- < *H2er- ‘ajustar’; *H2er-dhro-, v. ἀραρίσκω.
German (Pape)
[Seite 350] (ἄρω), τό, das An-, Eingefügte, Gelenk, Glied, ποδός Soph. Phil. 1187; κύκλων, Augen, O. R. 1270; προσπτύσσεται χιτὼν ἅπαν κατ' ἄρθρον Tr. 766; ὁ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her. 3, 129; Plat. Tim. 75 d u. Folgde; τὰ ἄρθρα, Zeugungsglieder der Stuten, Her. 3, 87. 4, 2. – Bei Gramm. der Artikel.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 jointure, articulation ; ποδὸς ἄρθρα SOPH le pied ; ἄρθρα τῶν κύκλων SOPH les yeux ; abs. les parties sexuelles;
2 t. de gramm. l'article.
Étymologie: ἀραρίσκω.
Greek Monotonic
ἄρθρον: τό (*ἄρω), αρμός, άρθρωση, σε Σοφ.· ιδίως η άρθρωση του ποδιού, σε Ηρόδ., Σοφ.· σε πληθ. με μια άλλη λέξη, ἄρθρα ποδοῖν, αστράγαλοι, στον ίδ.· ἄρθρων ἤλυσις, πόδια, κνήμες, σε Ευρ.· ἄρθρα τῶν κύκλων, μάτια, σε Σοφ.· ἄρθρα στόματος, στόμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρθρον: τό
1 член тела (συνάπτειν ἄρθρον ἄρθρῳ Plat.; ἄρθρα χειρός Arst.): ποδός ἄ. Soph. нога; ἄρθρα τῶν κύκλων Soph. глаза; ἄρθρα στόματος Eur. уста;
2 сочленение, сустав (ὁ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.);
3 орган (φωνῆς Arst.);
4 pl. половые органы Her., Arst.;
5 грам. (тж. ἄ. προτακτικόν Arst.) грамматический член;
6 грам. «незнаменательное», т. е. служебное слово (φωνὴ ἄσημος Arst.), т. е. предлог (напр. περί), вводное слово (напр. φημί) и т. п.: ἄ. ὑποτακτικόν подчинительное слово.
Frisk Etymological English
See also: ἀραρίσκω
Middle Liddell
[*ἄρω]
a joint, Soph.: esp. the socket of the ankle-joint, Hdt., Soph.:—in pl. joined with some other word, ἄρθρα ποδοῖν the ankles, Hdt.; ἄρθρων ἤλυσις the legs, Eur.; ἄρθρα τῶν κύκλων the eyes, Soph.; ἄρθρα στόματος the mouth, Eur.
Frisk Etymology German
ἄρθρον: {árthron}
Grammar: n.
Meaning: Glied, Gelenk, auch als grammatischer Terminus Glied, Artikel (Hdt., Hp., S., E., Arist. usw.).
Derivative: Ableitungen: ἀρθρῖτις (νόσος) Gicht (Hp. usw.) mit ἀρθριτικός (Hp., Gal. usw.; auch direkt auf ἄρθρον zu beziehen); ἀρθρικός zum Gelenk, zum Artikel gehörig (Gal., Gramm.); ἀρθρώδης mit Gliedern versehen (X., Arist., Gal.) mit ἀρθρωδία (Gal.). Denominatives Verb: ἀρθρόομαι, -όω gegliedert sein, gliedern (Hp., Hermipp., X. usw.) mit ἄρθρωσις Gliederung (Phld., Str. u. a.).
Etymology: Von ἀρ- in ἀραρίσκω usw. (s. d.) mittels des θρο-Suffixes (Schwyzer 533, Chantraine 374).
Page 1,138
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἄρθρωση, κλείδωση). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρίσκω (=ἑνώνω).
Παράγωγα: ἀρθρόω (=στερεώνω, προφέρω καθαρά), ἄρθρωσις (=σύνδεση), διάρθρωσις, ἐξάρθρωσις, ἀρθροπέδη (=δεσμός τῶν ἄρθρων), ἀρθριτικός, ἀρθρίτις, ἄναρθρος.