τόλμη

From LSJ
Revision as of 10:39, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόλμη Medium diacritics: τόλμη Low diacritics: τόλμη Capitals: ΤΟΛΜΗ
Transliteration A: tólmē Transliteration B: tolmē Transliteration C: tolmi Beta Code: to/lmh

English (LSJ)

ἡ, v. τόλμα.

Greek (Liddell-Scott)

τόλμη: ἡ, ἴδε τόλμα.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τόλμα Α
1. θάρρος, αφοβία, σθένος, περιφρόνηση του κινδύνου (α. «είχε την τόλμη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνη τε καὶ τόλμη», Ηρόδ.)
2. συνεκδ. (με κακή σημ.) θράσος, προπέτεια, αναίδεια (α. «και ύστερα από όλα όσα έκανες έχεις την τόλμη να μιλάς» β. «τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) παράτολμη πράξη («φίλτρα τόλμης τῆσδε», Αισχύλ.)
2. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού δύο
3. φρ. «τόλμα καλῶν» — θάρρος για καλές και γενναίες πράξεις (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τόλμη /τόλμᾱ έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα tol της μονοσύλλαβης μορφής tel- της ρίζας του τάλας (βλ. λ. τάλας) και εμφανίζει επίθημα -μη (πρβλ. θέρμη, χάρμη). Κατ' άλλους, ωστόσο, η λ. ανάγεται στον τ. tolă της δισύλλαβης μορφής telā- της ίδιας ρίζας με ετεροιωμένο το α' φωνήεν και συνεσταλμένο το β' και έχει σχηματιστεί ως εξής: τολᾰ-μᾱ> τολο-μᾱ με αφομοιωτική τροπή του -α- σε -ο- > τολ-μᾱ με συγκοπή. Στην ιων.-αττ., εξάλλου, απαντά και ο τ. τόλμᾰ με βραχύ -α-. Σημασιολογικά, η λ. τόλμη χρησιμοποιείται και «επί καλώ» και «επί κακώ», αλλά διαφοροποιείται από τα αντίστοιχα θράσος και θάρσος / θάρρος].

Frisk Etymology German

τόλμη: (sehr selten),
{tólmē}
Forms: gew. τόλμα (ion. att.; vgl. τολμήεις, -μάω unten), dor. τόλμα (Pi.)
Grammar: f.
Meaning: Wagemut, Kühnheit, Tollkühnheit, Verwegenheit, Frechheit (zur Bed. Chantraine Form. 150, auch [bei Soph.] Zawadzka Eos 54, 44ff.).
Composita: Oft als Hinterglied, z.T. auf τολμάω bezogen, z.B. ἄτολμος ohne Wagemut, nichts wagend (Pi., ion. att.), πάντολμος alles wagend (A., E.); ἀπότολμος verwegen, kühn (sp.), von ἀποτολμάω.
Derivative: Davon 1. τολμήεις, dor. -άεις kühn, verwegen, duldend (Hom., Pi.). 2. -ηρός ib. (att.) mit -ηρία f. (hell. Pap.). 3. Denom. άω, Hdt. -έω, Aor. -ῆσαι usw., auch m. ἀπο-, ἐπι-, κατα- u.a., Wagemut zeigen, sich erkühnen, über sich gewinnen, ertragen (seit Il.) mit -ημα n. Wagnis, kühnes Unternehmen (att.), -ησις f. verwegene Tat (Pl. Def.), -ητής m. Wagehals (Th., Ph. u.a.; Fraenkel Norn. ag. 2, 72 f.) mit volkstümlicherem -ητίας ib. (Kom. Adesp. u.a.), -ητικός = -ηρός (sp.). 4. Hypokoristisch τόλμιλλος m. Wagehals (Theognost. Kan.).
Etymology: Bildung mit μη-(μα-)Suffix wie ῥώμη, χάρμη, γνώμη usw. zu ταλάσσαι; zum ο-Vokal Schwyzer 362 f. Die fast alleinherrschende Form τόλμα ist sekundär als Rückbildung zu τολμάω entstanden (Solmsen Wortforsch. 266).
Page 2,908