χλοεροτρόφος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον, producing green grass, πεδίον E.Ph.826 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1359] junges Grün, grüne Kräuter nährend, hervorbringend, πεδίον Eur. Phoen. 833.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit de la verdure nouvelle, un tendre gazon.
Étymologie: χλοερός, τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
χλοεροτρόφος: производящий зелень, покрытый зеленью (πεδίον Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χλοεροτρόφος: -ον, ὁ παράγων χλόην, πράσινον χόρτον, χλοεροτρόφον .. πεδίον, «βοτανοτρόφον» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 826.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βγάζει πράσινο χόρτο («χλοεροτρόφον... πεδίον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλοερός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. σταχυοτρόφος].
Greek Monotonic
χλοεροτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που παράγει πράσινο γρασίδι, σε Ευρ.