ὁρμιά
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
ἡ, (ὅρμος) fishing-line of horse-hair, Pl.Com.11, Antiph.28, Arist.HA621a15, S.E.M.9.3, etc. [ῐ in Babr.6.3 and in ὁρμιατόνος, ὁρμιηβόλος, qq.v.: ῑ metri gr. in dactylic verses, as Theoc.21.11, AP 6.4 (Leon.).]
German (Pape)
[Seite 382] ἡ, die von Pferdehaaren geflochtene Angelschnur; ὁρμιὰν τείνειν, Eur. Hel. 1631; Luc. Pisc. 47; sp. D., wie Opp.; ἀπὸ ὁρμιᾶς ἁλιεύειν, S. Emp. adv. phys. 1, 3; Hesych. erkl. σχοινίον λεπτόν, Moeris erkl. ἀσπαλιευτής ὁ τῇ ὁρμιᾷ χρώμενος ἁλιεύς. – [Ι, in allen Ableitungen lang, ist bei Eur. kurz gebraucht; s. auch ὁρμειά.]
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
ligne pour pêcher.
Étymologie: ὅρμος.
Russian (Dvoretsky)
ὁρμιά: (ῑ, реже ῐ) ἡ нить с рыболовным крючком, леса Eur., Plat., Arst., Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμιά: ἡ, (ὅρμος) ἁλιευτικὸν λεπτὸν σχοινίον ἐξ ἱππείων τριχῶν, κοινῶς «πετονιὰ» καὶ «ὁρμῖδι», Λατ. linea, Εὐρ. Ἑλ. 1615, Πλάτ. Κωμικ. Αἱ ἀφ’ ἱερᾶς 3, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁλιευομένῃ» 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 9, κ. ἀλλ. [Ἡ παραλήγουσα εἶναι βραχεῖα παρ’ Εὐρ. καὶ Βαβρ. 6. 3· μακρὰ δὲ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις, ὡς παρὰ Θεοκρ. 21. 11 (ἔνθα φέρεται ὁρμειαί, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 4), καὶ ἴδε ὁρμιηβόλος].
Greek Monolingual
και ορμία, η (Α ὁρμιά και ὁρμεία) [όρμος (Ι)]
λεπτό νήμα κατάλληλο για την πρόσδεση τών αγκίστρων τών διαφόρων αλιευτικών οργάνων, το αρμίδι ή ορμίδι
νεοελλ.
αλιευτικό όργανο κατασκευασμένο από λεπτό νήμα.
Greek Monotonic
ὁρμιά: ἡ (ὅρμος), πετονιά από αλογότριχες, σε Ευρ., Θεόκρ. (ῐ σε Ευρ., ῑ σε Θεόκρ.).
Middle Liddell
ὁρμιά, ἡ, ὅρμος
a fishing-line of horsehair, Eur., Theocr. [ῐ Eur., ῑ, Theocr.]