κώνωψ

From LSJ
Revision as of 08:45, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώνωψ Medium diacritics: κώνωψ Low diacritics: κώνωψ Capitals: ΚΩΝΩΨ
Transliteration A: kṓnōps Transliteration B: kōnōps Transliteration C: konops Beta Code: kw/nwy

English (LSJ)

ωπος, ὁ, gnat, mosquito, A.Ag.892, Hdt.2.95, Orac. ap. Ar. Eq.1038, Arist.HA535a3, 552b5; μήτε ὡς λέων ἀναστρέφου μήτε ὡς κ. Metrod.Fr.60.

German (Pape)

[Seite 1546] ωπος, ὁ, die Mücke, Stechmücke, nach ihrem Stachel benannt; Her. 2, 95; Aesch. Ag. 893; Ar. Equ. 1038; Arist. H. A. 4, 7 u. A.; ὀξηρῷ φυόμενος κεράμῳ Dionys. 4 (XII, 108); vgl. Arist. H. A. 5, 19; Ael. H. A. 2, 4; ἐξ ὕδατος φθειρομένου S. Emp. pyrrh. 1, 41.

French (Bailly abrégé)

ωπος (ὁ) :
cousin, insecte.
Étymologie: κῶνος, ὤψ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κώνωψ -ωπος, ὁ mug.

Russian (Dvoretsky)

κώνωψ: ωπος ὁ комар или москит Her., Aesch. etc.

English (Strong)

apparently a derivative of the base of κέντρον and a derivative of ὀπτάνομαι; a mosquito (from its stinging proboscis): gnat.

English (Thayer)

κωνωπος, ὁ, a gnat (Aeschylus), Herodotus, Hippocrates, others); of the wine-gnat or midge that is bred in (fermenting and) evaporating wine (Aristotle, h. an. 5,19 (p. 552{b}, 5; cf. Bochart, Hierozoicon, iii. 444; Buxtorf, Lex. talm. etc. 921 (474{a} Fischer edition))): Matthew 23:24.

Greek Monolingual

ο (AM κώνωψ, -ωπος)
1. κουνούπι («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», Αισχύλ.)
2. ως κύριο όν. Κώνωψ
μικρό λατινικό ποίημα που αποδίδεται στον Βεργίλιο
3. παροιμ. φρ. α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — λέγεται γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά ελαττώματα και παραβλέπουν τα μεγάλα αμαρτήματα
β) «κώνωψ ἐπὶ κέρατος βοός» — λέγεται για να δηλώσει ασήμαντα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολόγηση του κών-ωψ < κῶνος + ὤψ «όψη» δεν φαίνεται πιθ. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. από την αιγυπτ. hnms «μύγα, κουνούπι», σχηματισμένη με επίδραση της λ. κῶνος. Η λ. κωνώπιον «κουνουπάκι, κρεβάτι με κουνουπιέρα» συνδέθηκε παρετυμολογικώς με αμάρτυρο κανώπιον < αιγυπτ. πόλη Κάνωπος.
ΠΑΡ. αρχ. κωνωπείον, κωνωπεών, κωνωπώδης
αρχ.-μσν.
κωνώπιον.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) κωνωποειδής
αρχ.
κωνωποθήρας, κωνωποσφράντης. (Β' συνθετικό) αρχ. αεροκώνωψ].

Greek Monotonic

κώνωψ: -ωπος, ὁ, κουνούπι, σκνίπα, Λατ. culex, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κώνωψ: -ωπος, ὁ, = «κουνοῦπι», Λατ. culex, Ἡρόδ. 2. 95, Αἰσχύλ. Ἀγ. 892, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1038· παράγονται δὲ οἱ κώνωπες ἐκ σκωλήκων ἐν τῷ καθιζήματι τοῦ ὄξους, καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι μικρότεροι τῶν ἐμπίδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 23, πρβλ. 4. 5, 29· κατὰ τὸν Sundevall, Stomoxys calcitrans.

Frisk Etymological English

-ωπος
Grammatical information: m.
Meaning: gnat, mosquito (A., Hdt. 2, 95. Arist.);
Compounds: Compp. e.g. κωνωπο-θήρας ὄρνις ὁ κώνωπας θηρεύων H.
Derivatives: κωνώπιον, Dimin. (Gal.), usually couch with mosquito-curtains (LXX); -εών, -ῶνος m. id. (AP 9, 764 tit.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: "Die Anknüpfung an κῶνος und ὤψ (ὄψ) mit Prellwitz u. A. leuchtet, trotz Fraenkel Nom. ag. 2, 42 n. 2 und Prellwitz Glotta 16, 152, kaum ein." After Spiegelberg KZ 41, 131 from Egypt. h̯amś gnat with adaptation to κῶνος [why?]. Also κωνώπιον would be folketymologically reshaped, i. e. from *κανώπιον, from the Egyptian town Canōpus, s. W.-Hofmann s. cōnōpium. (Not with Pisani ZDMG 98, 329 to Skt. mat-kuṇa- bug. - So there is no etymology; the word is prob. Pre-Greek (which has a suffix -ωπ-).

Middle Liddell

κώνωψ, ωπος,
a gnat, mosquito, Lat. culex, Hdt., Aesch., etc.

Frisk Etymology German

κώνωψ: -ωπος
{kṓnōps}
Grammar: m.
Meaning: Mücke, Schnake (A., Hdt. 2, 95. Arist. u.a.);
Composita: Kompp. z.B. κωνωποθήρας· ὄρνις ὁ κώνωπας θηρεύων H.
Derivative: Dazu κωνώπιον, Demin. (Gal.), gew. Bett mit feinmaschigem Mückennetz (LXX u.a.); -εών, -ῶνος m. ib. (AP 9, 764 tit.).
Etymology: Die Anknüpfung an κῶνος und ὤψ (ὄψ) mit Prellwitz u. A. leuchtet, trotz Fraenkel Nom. ag. 2, 42 A. 2 und Prellwitz Glotta 16, 152, kaum ein. Nach Spiegelberg KZ 41, 131 aus ägypt. ḫamś Mücke mit Angleichung an κῶνος. Auch κωνώπιον ist volksetymologisch umgebildet, u. zw. aus *κανώπιον, von der ägyptischen Stadt Canōpus, s. W.-Hofmann s. cōnōpium m. Lit. — Nicht mit Pisani ZDMG 98, 329 zu aind. mat-kuṇa- Wanzen.
Page 2,63

Chinese

原文音譯:kènwy 寬-哦普士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:小蚊蟲
字義溯源:蚊,蚋,蠔蟲;由(κέντρον)=尖,刺)與(ὀπτάνομαι)*=注視)組成;其中 (κέντρον)出自(κενόω)X*=刺穿)。這字用來形容:瑣碎小事
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 蠓蟲(1) 太23:24