ἠλίθιος
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
Dor. ἀλίθιος, α, ον, also ος, ον Hdt.1.60: (
A ἤλιθα ΙΙ):—idle, vain, χόλος Pi.P. 3.11; βέλος A.Ag.366(anap.); ὁδός Theoc.16.9.
II foolish, silly, εὐηθίη Hdt.1.60; ἠλίθιον θάρρος θαρρεῖν Pl.Phd.95c; νόμος PThead.25.7 (iv A.D.); freq. of persons, E.Cyc.537, Ar.Ach.443, etc.: Comp. ἠλιθιώτερος X.Smp.3.6: Sup. ἠλιθιώτατος Ar.Ec.765; ἠλίθιόν [ἐστι] c. inf., Arist.Pol.1286a12, prob. in Antiph.58; also ἠλιθίων ἐστί = is the mark of a fool, Phld.Po.5.32. Adv. ἠλιθίως, διακεῖσθαι Lys.1.10; οἰόμενοι Pl. Tht.180d, cf. Theoc.10.40: Comp. ἠλιθιώτερον Jul.Gal.89a: neut. ἠλίθιον as adverb, Ar.Nu.872.
2 without sense, of the dead, Tab.Defix. Aud.43.7.
German (Pape)
[Seite 1161] (vgl. ἠλός, ἠλεός), 1) nichtig, vergeblich, eitel, χόλος οὐκ ἀλίθιος γίγνεται παίδων Διός Pind. P. 3, 11; ὅπως μήτε πρὸ καιροῦ μήθ' ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν Aesch. Ag. 366; ὅτ' ἀλιθίαν ὁδὸν ἦνθον Theocr. 16, 9; adv. ἠλιθίως, 10, 40. – 2) häufiger thöricht, einfältig, unverständig, nach Moeris attisch für das hellenistische εἶκαῖος, ἀνόητος; Plat. sagt τοὺς μὲν πλεῖστον μέρος αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιθίους καὶ ἐμβροντήτους, Alc. II, 140 c; Eur. Cycl. 535; Ar. Av. 523 u. öfter; ἠλιθιώτατος, Eccl. 765; ἀνόητόν τε καὶ ἠλίθιον θάῤῥος θαῤῥεῖν Plat. Phaed. 95 e, öfter; Lys. 10, 16; καὶ βλάξ Xen. Cyr. 1, 4, 12. – Adv., ἠλιθίως διακεῖσθαι Lys. 1, 10; Plat. Theaet. 176 e u. Sp. Davon
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 sot, insensé;
2 vain, inutile.
Étymologie: cf. *ἠλός, ἠλεός.
Russian (Dvoretsky)
ἠλίθιος: дор. ἀλίθιος 3 (ῐθ, ᾱ)
1 безрассудный, глупый, нелепый (εὐηθίη Her.; ὅστις μὴ πιὼν κῶμον φιλεῖ Eur.; βλάψ τε καὶ ἠ. Xen.; θάρρος Plat.; φρένες ἀνδρῶν Plut.): ἠλιθιώτατος ἁπαξαπάντων Arph. глупейший из всех;
2 бесполезный, бесплодный, напрасный (χόλος Pind.; βέλος Aesch.; ὁδός Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠλίθιος: Δωρ. ἀλίθ-, α, ον, (ἤλιθα ΙΙ) μάταιος, ἄσκοπος, ἀνωφελής, χόλος Πίνδ. Π. 2. 21∙ βέλος Αἰσχύλ. Ἀγ. 366∙ ὁδὸς Θεόκρ. 16. 9. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀναίσθητος, ἀνόητος, μωρός, ὡς τὸ μάταιος, Ἡρόδ. 1. 60, Εὐρ. Κύκλ. 537, Ἀριστοφ. Ἀχ. 443, κτλ.∙ τοὺς μὲν πλεῖστον μέρος αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιθίους τε καὶ ἐμβροντήτους Πλάτ. Ἀλκ. σ. 240∙ ἠλίθιον θάρρος θαρρεῖν Πλάτ. Φαίδωνι 95C∙ ἠλιθιώτερος Ξεν. Συμπ. 3, 6∙ - ώτατος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 765∙ - ἠλίθιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 5, Ἀντιφ. Βοιωτ. 1. - Ἐπίρρ. -ίως, Λυσ. 92. 34, Πλάτ. Θεαιτ. 180D∙ οὐδετ. ἠλίθιον, ὡς ἐπίρρ., Ἀριστοφ. Νεφ. 872.
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM ἠλίθιος, -ία, -ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, -ία, -ον) ανόητος, μωρός, βλάκας
αρχ.
1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.)
2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος
3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι» — είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ηλιθίου
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠλίθιον
ανόητα, ηλίθια, με βλακώδη τρόπο.
επίρρ...
ηλιθίως και ηλίθια (AM ἠλιθίως) ανόητα, με ηλίθιο τρόπο.
Greek Monotonic
ἠλίθιος: Δωρ. ἀλίθ-, -α, -ον (ἤλιθα),
I. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, σε Πίνδ., Αισχύλ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ανόητος, άμυαλος, άφρων, άνους, όπως το μάταιος, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίρρ. -ίως, σε Πλάτ.· ουδ. ἠλίθιον, ως επίρρ., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἤλιθα
I. idle, vain, random, Pind., Aesch.
II. of persons, stupid, foolish, silly, like μάταιος, Hdt., Ar., etc. adv. -ίως, Plat.; neut. ἠλίθιον as adv., Ar.
Mantoulidis Etymological
(=ἀνόητος, τιποτένιος). Ἀπό τό ἠλεός (=παράφρων) πού παράγεται ἀπό τό ἄλη (=περιπλάνηση).
Παράγωγα: ἠλιθιόω (=τρελαίνω), ἠλιθιότης, ἠλιθιώδης, ἠλιθιάζω, ἠλιθίως.
Translations
foolish
Albanian: budalla; Arabic: أَحْمَق, غَبِيّ, سَفِيهٌ; Armenian: հիմար, տխմար, ապուշ; Asturian: neciu, ñeciu; Azerbaijani: ağılsız, axmaq; Belarusian: дурны; Bengali: মূর্খ; Bulgarian: неразумен, глупав; Burmese: မိုက်မဲ; Catalan: ximple; Cherokee: ᎤᎸᏓᎴᏍᎩ; Chinese Cantonese: 傻, 笨; Mandarin: 笨, 傻, 蠢, 愚蠢的; Chuukese: tiparoch; Czech: pošetilý, hloupý; Danish: tåbelig, dum; Dutch: onverstandig, dom; Esperanto: malsaĝa, stulta; Estonian: rumal, narr; Finnish: houkkamainen; French: sot, stupide, bête, idiot; Galician: necio; Georgian: სულელი; German: dumm, närrisch, töricht; Gothic: 𐌳𐍅𐌰𐌻𐍃, 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌸𐍃; Greek: ανόητος; Ancient Greek: ἄφρων; Hebrew: מטופש, טיפשי; Hindi: मूर्ख; Icelandic: heimskur; Ido: dessaja; Irish: leibideach, díchéillí, aimhghlic; Italian: babbeo; Japanese: 愚かな, 馬鹿げた, 馬鹿な; Kabuverdianu: tolobásku; Khmer: ភ្លើ; Korean: 어리석다, 둔하다; Kurdish Northern Ladino: bovo; Latin: fatuus, stultus, morus, ineptus; Latvian: muļķīgs, dumjš, neprātīgs; Lithuanian: kvailas, neprotingas; Luxembourgish: domm, topeg; Macedonian: глупав; Manx: ommidjagh, blebbinagh, neuhushtagh, meecheeallagh, sou-cheayllagh, bolvaneagh; Maori: manuware, nenekara, rūrūwai, heahea, wawau; Norwegian Bokmål: tåpelig, dum; Persian: احمق, ببو; Polish: niemądry, głupi; Portuguese: idiota, tolo; Romanian: prost, tont, nerod; Russian: глупый, дурацкий, дурной, идиотский; Sardinian Campidanese: bovu, bacciloi, lolloi, managu, mengòsu; Logudorese: dòndoro, ménzu, menzosu, bovu; Scottish Gaelic: amaideach, faoin; Serbo-Croatian Cyrillic: будаласт, глуп; Roman: budalast, glup; Slovak: pochabý, hlúpy; Slovene: neumen, butast, trapast; Spanish: tonto, necio, imprudente; Swedish: dåraktig, dum; Telugu: మూర్ఖ, పిచ్చి; Thai: โง่; Tocharian A: āknats; Tocharian B: aknātsa; Turkish: ahmak, akılsız, aptalca, enayice, sersem, angut; Ukrainian: дурний; Urdu: مورکھ; Vietnamese: dại dột; Volapük: fopik; Yiddish: נאַריש