κουροτρόφος
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
κουροτρόφον, rearing children, rare in lit. sense, γυνὴ νεοτόκος καὶ κουροτρόφος Aret. CA2.3: usually metaph., ἀγαθὴ κουροτρόφος good nursing-mother, of Ithaca, Od. 9.27, cf. Pi.Fr.109; κουροτρόφος Ἑλλάς E.Tr.566 (lyr., s.v.l.); Ἀπόλλωνος κ., of Delos, Call.Del.2, 276: freq. as epithet of goddesses, as Hecate, Hes.Th.450; Ἄρτεμις D.S.5.73; Λοχία Supp.Epigr.3.400.9 (Delph., iii B. C.); of the Roman goddess Rumina, Plu.2.278d; especially of Aphrodite, Hom.Epigr.12; called ἡ Kουροτρόφος alone, IG12.840.9, Ar.Th.299, Pl. Com.174.7, Luc.DMeretr.5.1; αἱ πύλαι αἱ κατὰ Κουροτρόφον, at Delos, IG11(2).203A46 (iii B. C.):—in form Κουροτρόπος, ὁ (sc. μήν), name of Acarnanian month, ib.5(1).29.11 (Sparta).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit ou élève de jeunes garçons ou de jeunes enfants.
Étymologie: κοῦρος, τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουροτρόφος -ον [κοῦρος, τρέφω] die kinderen voedt of grootbrengt (van de aarde) subst.: ἡ κουροτρόφος de voedster van kinderen (de aarde) Aristoph. Th. 299.
German (Pape)
Knaben, Jünglinge nährend, aufziehend; so heißt Ithaka Od. 9.27 ἀγαθὴ κουροτρόφος, eine gute Pflegerin des jungen Volkes, die einen tüchtigen Menschenschlag zieht; ἔχθρα Pind. frg. 228; Ἑλλάς Eur. Troad. 565; so auch Τροιζήν Rhian. 3 (XII.58); Γῆ Ar. Thesm. 300; und so bes. Demeter, Hesych.; Hekate, Hes. Th. 450; Artemis, DS. 5.73; Κύπρις, Soph. bei Ath. XIII.592a; Nicodem. 5 (VI.318); vgl. Luc. D.meretr. 5.1 und Plat. com. Ath. X.441f. – Βριμώ, Ap.Rh. 3.861. – Junge Kinder aufziehend, nährend, καὶ τιθήνη Plut. qu.Rom. 57.
Russian (Dvoretsky)
κουροτρόφος: вскармливающий (доблестную) молодежь, взращивающий (воинственных) юношей (Ἰθάκη Hom.; Ἑλλάς Eur.; ἡ Γῆ Arph.; Ἄρτεμις Diod.): τιθήνη καὶ κ. (ἡ Ῥουμίνα) Plut. Румина, кормящая и воспитывающая младенцев.
Greek (Liddell-Scott)
κουροτρόφος: -ον, ἀνατρέφων υἱούς· ἐν Ὀδ. Ι. 27, ἡ Ἰθάκη καλεῖται ἀγαθὴ κ., καλὴ τροφὸς ἀνδρῶν, ὡς ἐκ τῆς κραταιᾶς γενεᾶς τῶν κατοίκων αὐτῆς, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 228· οὕτω, κ. Ἑλλὰς Εὐρ. Τρῳ. 566· Ἀπόλλωνος κ., ἐπὶ τῆς Δήλου, Καλλ. εἰς Δῆλ. 2 καὶ 276· ― ὡσαύτως ἐπὶ θεαινῶν, κ. Ἑκάτη Ἡσ. Θ. 450· Κύπρις Σοφ. παρ’ Ἀθην. 592Α, (ἥτις καλεῖται καὶ ἁπλῶς ἡ Κουροτρόφος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 299, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 7, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 5. 1) Ἄρτεμις Διόδ. 5. 73· ἐπὶ γυναικῶν, τιθήνη καὶ κ. Πλούτ. 2. 278D, Ἀρεταί. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3.
English (Autenrieth)
nourisher of youths, Od. 9.27†.
English (Slater)
κουροτρόφος nurse of young men met. στάσιν πενίας δότειραν, ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 4.
Greek Monolingual
κουροτρόφος, -ον (Α)
(μόνο το θηλ.)
1. αυτή που ανατρέφει νέους, αυτή που μεγαλώνει παληκάρια («Ἑλλάδι κουροτρόφῳ», Ευρ.)
2. ως ουσ. ἡ κουροτρόφος
(για γυναίκες) τροφός, παραμάνα
3. ως κύριο όν. ἡ Κουροτρόφος
επωνυμία για θεότητες που προστάτευαν και επέβλεπαν την ανάπτυξη τών παιδιών, όπως η Άρτεμις, η Εκάτη, η Αφροδίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριοτρόφος, ιχθυοτρόφος].
Greek Monotonic
κουροτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που αναθρέφει αγόρια· ἀγαθὴ κ., η καλή τροφός-μητέρα, λέγεται για την Ιθάκη, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, κ. Ἑλλάς, σε Ευρ.
Middle Liddell
κουρο-τρόφος, ον τρέφω
rearing boys; ἀγαθὴ κ. good nursing-mother, of Ithaca, Od.; so, κ. Ἑλλάς Eur.