ἱερατικός

From LSJ
Revision as of 10:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερᾱτικός Medium diacritics: ἱερατικός Low diacritics: ιερατικός Capitals: ΙΕΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hieratikós Transliteration B: hieratikos Transliteration C: ieratikos Beta Code: i(eratiko/s

English (LSJ)

ἱερατική, ἱερατικόν,
A priestly, sacerdotal, θυσίαι Arist.Pol.1285b10; ὑπομνήματα Plu.Marc.5; στέφανος, ἁγιστεῖαι, Id.2.34e, 729a; ὀνόματα Luc.Philops.12; λόγος Ptol.Tetr. 87 (-ατητικός codd.); βίος Jul.Ep.89b; ἡ ἱ. (sc. τέχνη), = ἱερατεία, Pl.Plt. 290d; οἱ ἱ. the priestly caste, Hld.7.11, cf. Dam.Pr.399. Adv. ἱερατικῶς = in a sacerdotal sense, ib.256; ἱ. ζῆν as a priest should, Jul. l.c.; σεμνῶς καὶ ἱ. κρίνειν δίκας Just.Nov.79.1.
2 ἱ. βύβλος, χάρτης, name of a kind of papyrus, Str.17.1.15, PMag.Par.1.2105; κόλλημα, πιττάκιον, made of this material, ib.2068,3142.
II devoted to sacred purposes, τὰ ἱ. the sacred fund, IGRom.3.1137 (Syria, iii A.D.).
III ἱερᾱτ-ικόν, τό, name of a plaster, Gal.13.183.

German (Pape)

[Seite 1240] priesterlich, den Priester betreffend; θυσίαι Arist. pol. 3, 10; Plut. u. a. Sp.; – ἡ ἱερατική, = ἱερατεία, Plat. Pol. 290 d; – γραμμάτων μέθοδος, die Priesterschrift der Aegyptier, Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de prêtre, sacerdotal;
2 destiné ou propre aux usages sacrés.
Étymologie: ἱεράομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἱερᾱτικός:
1 жреческий (θυσίαι Arst., Plut.);
2 обрядовый, культовый, священный (ὀνόματα Luc.; στέφανος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱερατικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ ἱερατικὸν ἀξίωμα, θυσίαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 5., 2. 34Ε, 729Α· ἡ ἱερατικὴ (δηλ. τέχνη) = ἱερατεία, Πλάτ. Πολιτικ. 290D· οἱ ἱερατικοί, ἡ τάξις τῶν ἱερέων, Ἡλιόδ. 7. 11. ΙΙ. ἀφιερωμένος εἰς ἱεροὺς σκοπούς, Λουκ. Φιλοψ. 12· τὰ ἱερατικά, τὸ ἱερὸν ταμεῖον, Συλλ. Ἐπιγρ. 4595· ἴδε ἱερογλυφικός. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 168D, κλ.

Spanish

en lengua sacerdotal

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱερατικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην ιερατεία (α. «ιερατική σχολή» β. «ἱερατικὸν στέφανον», Πλούτ.)
νεοελλ.
φρ. «ιερατική γραφή» και «ιερατικά» — μορφή εξέλιξης της ιερογλυφικής στην Αίγυπτο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερατικόν
το ιερατείο
αρχ.
1. ο αφιερωμένος σε ιερό σκοπό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱερατική
(ενν. τέχνη) η ιερατεία, το αξίωμα του ιερέα
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱερατικοί
η τάξη τών ιερέων
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερατικόν
ονομασία εμπλάστρου
5. φρ. «ἱερατικὴ βύβλος» ἡ «ἱερατικὸς χάρτης» — ονομασία παπύρου.
επίρρ...
ιερατικώς και -ά (ΑΜ ἱερατικῶς)
1. με ιερατικό τρόπο
2. από ιερατική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός, μέσω ίσως ενός αμάρτ. ιεράτης ή ιερατός (πρβλ. ιερατεύω)].

Greek Monotonic

ἱερᾱτικός: -ή, -όν (ἱερεύς
I. αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται στο λειτούργημα του ιερέα, ιερατικός, σε Αριστ., Πλούτ.
II. αφιερωμένος σε ιερούς σκοπούς, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἱερᾱτικός, ή, όν ἱερεύς
I. of or for the priest's office, priestly, Arist., Plut.
II. devoted to sacred purposes, Luc.

Léxico de magia

-όν adv. en lengua sacerdotal ὁ δὲ ἐννεάμορφος ἀσπάζεταί σε ἱ. el que tiene nueve formas te saluda en lengua sacerdotal P XIII 160 P XIII 86 P XIII 470 P XIII 599