ἐπιφθέγγομαι

From LSJ
Revision as of 10:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφθέγγομαι Medium diacritics: ἐπιφθέγγομαι Low diacritics: επιφθέγγομαι Capitals: ΕΠΙΦΘΕΓΓΟΜΑΙ
Transliteration A: epiphthéngomai Transliteration B: epiphthengomai Transliteration C: epiftheggomai Beta Code: e)pifqe/ggomai

English (LSJ)

A utter after or utter in accordance, A.Ch.457 (lyr.); utter during or utter in connection with, φωνὰς ἐπὶ τῇ καθιερώσει Plu.Publ.14; μικρὰ ταῖς σπονδαῖς Id.2.150d.
2 attach a name to, predicate a quality of, μίαν ἐπ' αὐτοῖς τέχνην ἐπεφθέγξατο PlPhlb.18d, cf. Plu. 2.111oe.
b name, call, ἃ κρίνα, λείρια δ' ἄλλοι ἐπιφθέγγονται Nic.Fr.74.27.
3 quote, τὸ ῥῆμα, ὅτι.. Ph.Fr.12H.; τοῦτο τὸ κοινὸν πᾶσι πράγμασι Plu.2.436d.
4 simply, utter, pronounce, Pl.Cra.383a:—Pass., Id.Sph.257c.
II respond, ὁ μὲν ἡγεῖτο λέγων ἔξω Χριστιανούς, τὸ δὲ πλῆθος ἐπιφθέγγετο ἔξω Ἐπικουρείους Luc.Alex.38.

German (Pape)

[Seite 1000] dazu sprechen, rufen, Aesch. Ch. 450; dabei aussprechen, sagen, τῆς αὑτῶν φωνῆς μόριον Plat. Crat. 383 a; μίαν ὡς οὖσαν γραμματικὴν τέ χνην ἐπεφθέγξατο προσειπώνPhil. 18 d, auch pass., τὰ ἐπιφθεγγόμενα ὕστερον τῆς ἀποφάσεως ὀνόματα Soph. 257 c; Sp., wie Luc. u. Plut., ἡ αὐλητρὶς ἐπιφθεγξαμένη μικρὰ ταῖς σπ ονδαῖς, zu den Sp. spielend, Conv. sept. sap. 5; – zurufen, Luc. Alex. 38. 39.

French (Bailly abrégé)

I. (ἐπί vers ou contre) :
1 retentir pour l'attaque;
2 invoquer;
II. (ἐπί à la suite de) :
1 répondre par des acclamations;
2 dire en outre : τι qch ; τινι à la suite de qch;
3 jouer ou chanter à la suite ou en outre : σπονδαῖς PLUT accompagner des libations (d'un air de flûte), etc.
Étymologie: ἐπί, φθέγγομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφθέγγομαι:
1 произносить, называть (τὰ ἐπιφθεγγόμενα ὀνόματα Plat.; τὸν λόγον Plut.);
2 взывать, призывать Luc.;
3 (сверх чего-л., в добавление к чему-л.) говорить, повторять (τι Plat., Plut.);
4 сопровождать (музыкой или пением), вторить (σπονδαῖς Plut.);
5 отвечать возгласами, откликаться Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφθέγγομαι: μέλλ. -γξομαι: Ἀποθ., φθέγγομαι μετά τινα, Λατ. accinere, ἐγὼ δ’ ἐπιφθέγγομαι κεκλαυμένα Αἰσχύλ. Χο. 457· λέγω μετὰ ταῦταπροσέτι, Πλάτ. Φίληβ. 18D· ἐπιφθέγγομαί τι πᾶσι πράγμασι, ἐπαναλαμβάνω τι μετὰ ἕκαστον συμβάν, Πλούτ. 2. 436C, πρβλ. 150D· τι ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ποπλ. 14· 2) ἁπλῶς, φθέγγομαι, προφέρω, Πλάτ. Κατ. 383Α· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 257C. ΙΙ. ἐπιλέγω, ἐπιβοῶ, καὶ ὁ μὲν ἡγεῖτο λέγων, ἔξω Χριστιανούς, τὸ δὲ πλῆθος ἅπαν ἐπεφθέγγετο, ἔξω Ἐπικουρείους Λουκ. Ἀλέξ. 38.

Greek Monolingual

ἐπιφθέγγομαι (Α)
1. μιλώ μετά από κάποιον ή σε συμφωνία με κάποιον («ἐγώ δ’ ἐπιφθέγγομαι κεκλαυμένα», Αισχύλ.)
2. εκφέρω κάτι συγχρόνως ή σε σχέση με κάτι («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», Πλούτ.)
3. λέω, αποφαίνομαι επί πλέον («μίαν ἐπ’ αὐτοῖς ὡς οὖσαν γραμματικὴν τέχνην ἐπεφθέγξατο», Πλάτ.)
4. λέω, προφέρω («τῆς αὐτῶν φωνῆς μόριον ἐπιφθεγγόμενοι», Πλάτ.)
5. αποκαλώ
6. αναφέρω
7. φωνάζω σε απάντηση («καὶ ὁ μἐν ἡγεῖτο λέγων "ἔξω χριστιανούς", τὸ δὲ πλῆθος ἐπεφθέγγετο "ἔξω ἐπικουρείους"», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φθέγγομαι «μιλώ»].

Greek Monotonic

ἐπιφθέγγομαι: μέλ. -γξομαι,
I. 1. αποθ., μιλώ σύμφωνα με ή σε συμφωνία με, Λατ. accinere, σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. εκφράζω, προφέρω, στον ίδ.
II. φωνάζω, επιβοώ, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. γξομαι
I. Dep. to utter after or in accordance, Lat. accinere, Aesch., Plat.
2. to utter, pronounce, Plat.
II. to call to, Luc.