καχλάζω

From LSJ
Revision as of 10:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καχλάζω Medium diacritics: καχλάζω Low diacritics: καχλάζω Capitals: ΚΑΧΛΑΖΩ
Transliteration A: kachlázō Transliteration B: kachlazō Transliteration C: kachlazo Beta Code: kaxla/zw

English (LSJ)

also κοχλάζω (q.v.), usually pres. and impf., plash or bubble, of the sound of liquids, φιάλαν ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ Pi. O.7.2, cf. Philostr.VA3.25; of the sea, περὶ πρύμναν A.Th.761 (lyr.), cf. 115 (lyr.); ἅσυχα καχλάζοντος αἰγιαλοῖο Theoc.6.12 (imitated by D.P.838), cf. Arr.An.5.20.8; ofrain, Lyc.80; of boiling water, Zos. Alch.p.109 B. (cf. κοχλ-): c. acc. cogn., [κῦμα] πέριξ ἀφρὸν πολὺν καχλάζον frothing forth foam, E.Hipp.1211: metaph., of exuberant eloquence, τὸ Πλατωνικὸν νᾶμα… μεγάλας παρασκευὰς καχλάζον D.H.Dem.28:—also καχλαίνω, Hsch. [κᾰ- Pi., A., E. ll.cc., κᾱ- by position, Theoc.l.c.]

German (Pape)

[Seite 1409] (vgl. χλάζω), klatschen, plätschern; φιάλαν ἔνδον καχλάζοισαν δρόσῳ ἀμπέλου, sprudelnd vom Thau der Rebe, Pind. Ol. 7, 2; κῦμα πέριξ ἀφρὸν πολὺν καχλάζον Eur. Hipp. 1211, rings den Schaum zusammenplätschernd; Ap. Rh. καχλάζοντος ἀνέπτυε κύματος ἄχνην 2, 570; κύματα ἅσυχα καχλάζοντα Theocr. 6, 11; a. Sp., wie D. Sic. 3, 44; vom Regen, Lycophr. 80. Übertr., κῦμα γὰρ περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν καχλάζει Aesch. Spt. 109, vgl. 743, sie rauscht rings um die Stadt; D. Hal. de vi Dem. 28 von einer prächtigen, volltönenden Rede.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 intr. bouillonner avec bruit ; fig. en parl. d'une armée;
2 tr. rejeter en bouillonnant, acc..
Étymologie: R. Χλαδ, bouillonner, avec redoubl.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καχλάζω, Dor. ptc. praes. καχλάζοισα, doen bruisen, borrelen (van vloeistoffen):; ἀφρὸν πολὺν κ. veel schuim doen opspatten Eur. Hipp. 1211; opbruisen, overdr. ·. κῦμα περὶ πτόλιν … ἀνδρῶν καχλάζει een golf van mannen overspoelt bruisend de stad Aeschl. Sept. 115.

Russian (Dvoretsky)

καχλάζω: (только praes. и impf.; дор. part. praes. f καχλάζοισα)
1 плескать(ся), бурлить (δρόσῳ ἀμπέλου Pind. περὶ πρύμναν πόλεως Aesch.; ὁ κλύδων καχλάζει Diod.; κελαρύζειν καὶ κ. Plut.);
2 извергать с клокотанием (ἀφρὸν πολύν Eur.).

English (Slater)

καχλάζω foam φιάλαν ἔνδον ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ (O. 7.2)

Greek Monolingual

καχλάζω (Α)
βλ. κοχλάζω.

Greek Monotonic

καχλάζω: αναδιπλ. του χλάζω, χρησιμ. μόνο στον ενεστ. και παρατ., παφλάζω, πέφτω, τσαλαβουτώ, ρίχνω, λέγεται για κρασί που ρίχνεται στην κούπα, σε Πίνδ.· λέγεται για τη θάλασσα, σε Αισχύλ., Θεόκρ.· με σύστ. αντ., κῦμα ἀφρὸν καχλάζον, κύμα που άφριζε, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καχλάζω: μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύπος τοῦ χλάζω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., παταγῶ, ψοφῶ, ἀείποτε ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγουσι τὰ ὑγρὰ κινούμενα, (ὁ Ἡσύχ. ἰδίως περὶ τοῦ κύματος ὅταν φερόμενον ἐπὶ τοὺς κάχληκας ψοφῇ καὶ ἠχῇ), ὁ λαὸς σήμερον λέγει κοχλάζει ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ὅταν βράζῃ, μεταφορ. δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ταραττομένων καὶ ἐξοιδαινομένων κυμάτων· οὕτως ἐπὶ οἴνου χυνομένου εἰς ποτήριον, Πινδ. Ο. 7. 3, πρβλ. Φιλόστρ. 116· ἐπὶ τῆς θαλάσσης πληττούσης τὸ πλοῖον, περὶ πρύμναν Αἰσχύλ. Θήβ. 761, πρβλ. 115, Θεόκρ. 6. 12· ἐπὶ ποταμοῦ, Διον. ΙΙ. 838, Ἀρρ. Ἀνάβ. 5. 20, 8· ἐπὶ βροχῆς, Λυκ. 80·- μετὰ συστοίχ. αἰτ., κῦμα πέριξ ἀφρὸν πολὺν καχλάζον, ἀναδίδον ἀφρόν, Εὐρ. Ἱππ. 1211· πρβλ. κανάσσω, παφλάζω·- μεταφορ., περὶ τοῦ κρότου τῶν στρατευμάτων, κῦμα περὶ πτόλιν δοχμολοφᾶν ἀνδρῶν καχλάζει Αἰσχύλ. Θήβ. 110· οὕτως ἐπὶ μεγάλης εὐγλωττίας, ἥτις ἂν καὶ ὁρμητικὴ εἶναι καὶ σοβαρά, ὅμως ἡδύνει, τὸ Πλατωνικὸν νᾶμα... μεγάλας κατασκευὰς καχλάζον Διον. Ἁλ. π. Δημ. 28, πρβλ. Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Ἡσύχ. προσθέτει καὶ τὴν σημασίαν «τετάρακται· ἐπαίρεται· φλεγμαίνει», ὁ δὲ Σουΐδ. ἑρμηνεύει «οὐ μόνον ταράττεται, φλεγμαίνει», ἀλλὰ καὶ «βράττει» (βράζει). κᾰ- Αἰσχύλ. Θήβ. 761, κᾱ- Θεόκρ., ἔνθ’ ἀνωτ..

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: plash, bubble, of water (Pi., A.).
Other forms: almost only in pres. a. ipf.
Compounds: rarely with prefix, e. g. ἀνα-, ὑπερ-,
Derivatives: καχλασμός (Zos. Alch., Gloss.), ἀνακάχλασις (Sch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Rare side-form κοχλάζω (PHolm. 3, 1, coni. in Plu. 2, 590f) with κόχλασμα (H. s. ἀπόβρασμα, πομφόλυξ). Onomatopoetic word with intensive reduplication (Schwyzer 647); cf. παφλάζω and Güntert Reimwortbildungen 161. No IE. etym.; s. Bq. with note(!). One compares κάχληξ. The variation α/ο is typical of Pre-Greek.

Middle Liddell

καχλάζω, [redupl. form of χλάζω, only used in pres. and imperf.,]
to plash, of wine poured into a cup, Pind.; of the sea, Aesch., Theocr.:—c. acc. cogn., κῦμα ἀφρὸν καχλάζον a wave frothing with foam, Eur.

Frisk Etymology German

καχλάζω: {kakhlázō}
Forms: fast nur im Präs. u. Ipf.,
Grammar: v.
Meaning: plätschern, rauschen, brausen, vom Wasser (poet. seit Pi. und A., auch sp. Prosa).
Composita: vereinzelt mit Präfix, z. B. ἀνα-, ὑπερ-,
Derivative: Davon καχλασμός (Zos. Alch., Gloss.), ἀνακάχλασις (Sch.).
Etymology: Seltene Nebenform κοχλάζω (PHolm. 3, 1, coni. in Plu. 2, 590f) mit κόχλασμα (H. s. ἀπόβρασμα, πομφόλυξ). Onomatopoetisches Wort mit intensiver Reduplikation (Schwyzer 647); vgl. παφλάζω und Güntert Reimwortbildungen 161. Vergebliche idg. Anknüpfungsversuche sind bei Bq notiert.
Page 1,804-805