προαλής
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
προαλές,
A sloping, χῶρος Il.21.262; π. ὕδωρ the rushing water, A.R.3.73 (πρόαλες Cypr.Arc.Lac., acc. to Parmenioap.Sch.Gen.Il. 1.c.; expld. by Ptol.Ascal. ἀφ' οὗ ἀλὲς καὶ ἄθρουν καταφέρεσθαι δύναται τὸ ὕδωρ, ibid.).
II metaph., = προπετής, πρόχειρος (Hsch.), heedless, ἀκουσταί Lysis ap.Iamb.VP17.77; wilful, LXX Si.30.8; rash, A.D.Pron.21.23, Adv.165.11. Adv. Comp., πλησιάζειν τῇ γῇ προαλέστερον, of dolphins, rather rashly, Str.12.3.19: προᾰλῶς is censured by Phryn.221.
German (Pape)
[Seite 706] ές (ἅλλομαι), vorsprüngig, vornüberhangend, abschüssig, steil; χῶρος, Il. 21, 262; ὕδωρ προαλές, das herabschießende Wasser, Ap. Rh. 3, 73; übrtr., bereit wozu, Sp.; auch vorschnell, im Sprechen, Iambl. Pythag. 17; übh. voreilig, Strab. 12, 3, 19 im compar. – Das adv. προαλῶς tadeln Phryn. p. 245 u. Thom. Mag.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est en pente (terrain).
Étymologie: πρό, ἅλλομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προαλής -ές [πρό, ἅλλομαι] hellend:. χώρῳ ἔνι προαλεῖ op een hellende plaats Il. 21.262.
Russian (Dvoretsky)
προᾰλής: наклонный, покатый (χῶρος Hom.).
English (Autenrieth)
ές (ἅλλομαι): springing forward, sloping, Il. 21.262†.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που κλίνει προς τα εμπρός, κεκλιμένος, επικλινής
2. πρόχειρος
3. απρόσεκτος, απερίσκεπτος
4. ισχυρογνώμων, αυθάδης
5. άφρων, ασυλλόγιστος
6. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) προαλέστερον
πιο ορμητικά
7. φρ. «προαλὲς ὕδωρ» — νερό που πέφτει κάθετα προς τα κάτω, καταρράκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -αλής (< ἅλλομαι «πηδώ, ορμώ»)].
Greek Monotonic
προᾰλής: -ές (ἅλλομαι),
I. αυτός που πέφτει, ρέπει προς τα κάτω, κατωφερής, απότομος, κρημνώδης, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταφ., = προπετής· συγκρ. επίρρ. προαλέστερον, πιο πρόθυμα, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰλής: -ές, (ἄλλομαι) κατωφερής, χῶρος Ἰλ. Φ. 262· ὕδωρ πρ., πῖπτον καθέτως πρὸς τὰ κάτω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 73· ― πρβλ. πρηνής. ΙΙ. μεταφορ. = προπετής, πρόχειρος (Ἡσύχ.), ἀπερίσκεπτος, Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 77· ἰσχυρογνώμων, αὐθάδης, Ἑβδ. (Σειρὰχ Λ΄, 8). ― Συγκρ. ἐπίρρ., προαλέστερον πλησιάζειν, ἑτοιμότερον ἢ προθυμότερον, Στράβ. 549. ― τὸ ἐπίρρ. προᾰλῶς ἀποδοκιμάζει ὁ Φρύνιχ. (245), «τοῦτο μὲν οὖν ἀποδιοπομπώμεθα, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ λέγωμεν προπετῶς», πρβλ. Θωμ. Μ. 774. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 298.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: of a terrain (χῶρος), over which the water flows down quickly, approx. sloping, sudden (Φ 262), of water (ὕδωρ) itself, approx. breaking forth, streaming down (A. R. 3, 73); metaph. `rash, heedless (LXX, Str., A. D.); προαλεστάτην προπετεστάτην, προχειροτάτην H.
Middle Liddell
προ-ᾰλής, ές [ἄλλομαι]
I. springing forward, i. e. overhanging, abrupt, Il.
II. metaph. = προπετής:— comp. adv., προαλέστερον more eagerly, Strab.
Frisk Etymology German
προαλής: {proalḗs}
Meaning: von einem Gelände (χῶρος), worüber das Wasser rasch herabströmt, etwa abschüssig, jäh (Φ 262), vom Wasser (ὕδωρ) selbst, etwa hervorbrechend, herabströmend (A. R. 3, 73); übertr. voreilig, unbesonnen (LXX, Str., A. D. u.a.); προαλεστάτην· προπετεστάτην, προχειροτάτην H.
Etymology: Von προάλλομαι; Bildung wie προπετής.
Page 2,597