πολύφωνος

From LSJ
Revision as of 10:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́φωνος Medium diacritics: πολύφωνος Low diacritics: πολύφωνος Capitals: ΠΟΛΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: polýphōnos Transliteration B: polyphōnos Transliteration C: polyfonos Beta Code: polu/fwnos

English (LSJ)

πολύφωνον,
A having many tones, ὄρνιθες Arist.PA660a34; κίττα Plu.2.973c, etc.: neuter plural as adverb, πολύφωνα κρῶξαι Arat.1002.
2 having many voices, Βοιωτία ἕνεκα χρηστηρίων π. οὖσα Plu.2.411e; loquacious, talkative, π. ὁ οἶνος ib.715a, cf. Luc.Hist.Conscr.4.
3 manifold in expression, of Homer, D.H.Comp.16 (Sup.), Str.3.2.12; τὸ π., of Plato, Stob.2.7.3f; of Hyperides, -ότερος [τοῦ Δημοσθένους] Longin. 34.1.

German (Pape)

[Seite 676] vielstimmig, viel Töne hervorbringend; von den Vögeln, Arist. part. anim. 2, 17; Sp., wie D. Hal. u. D. Sic.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a beaucoup de sons;
2 qui parle beaucoup, bavard.
Étymologie: πολύς, φωνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφωνος -ον [πολύς, φωνή] met vele stemmen:. ἐν οὕτω πολυφώνῳ τῷ καιρῷ in een tijd waarin zo veel verschillende stemmen klinken Luc. 59.4; ποῖον πολυφωνότερον ἄκουσμα; wat is vocaal rijker om naar te luisteren? Luc. 45.72.

Russian (Dvoretsky)

πολύφωνος:
1 многоголосый (ὄρνιθες Arst.);
2 болтливый (sc.μέθη Plut.);
3 развязывающий язык (ὁ οἶνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύφωνος: -ον, ὁ ἔχων πολυφθόγγους φωνάς, ὄρνιθες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 4, πρβλ. Πλούτ. 973C κτλ.· πολύφωνα κρώζειν Ἄρατ. 1002. 2) ὁ αἴτιος πολλῶν φωνῶν, πολλῶν λόγων, π. ὁ οἶνος Πλούτ. 2. 715Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 4. 3) ὁ τὴν ἔκφρασιν ποικίλος, ἐπὶ Ὁμήρου, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16, Στράβ. 149. ― Περὶ τοῦ ἐν Ἀλκμᾶνι 18, ἴδε ἐν λ. πολύφοινος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους
νεοελλ.
μουσ. σχετικός με την πολυφωνία
αρχ.
1. (για πουλιά και μουσ. όργανα) ποικιλόφωνος
2. αυτός που μιλάει διαφορετικές γλώσσες, που χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες
3. (σχετικά με το κρασί) αυτός που προκαλεί ή ευνοεί τις πολλές κουβέντες, τα πολλά λόγια
4. (ως επίθ. του Ομήρου αλλά και πολλών ρητόρων) αυτός που παρουσιάζει ποικιλία στην έκφραση
5. (το ουδ, ως επίθ.) τὸ πολύφωνον
προσωνυμία του Πλάτωνος
6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πολύφωνα
με ποικίλη φωνή.
επίρρ...
πολύφωνα Ν, πολυφώνως ΜΑ
κατά τρόπο πολύφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. αγριό-φωνος, λεπτό-φωνος].

Greek Monotonic

πολύφωνος: -ον (φωνή), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, σε Λουκ.

Middle Liddell

πολύ-φωνος, ον, φωνή
much-talking, loquacious, Luc.