μαψίδιος

From LSJ
Revision as of 10:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαψίδιος Medium diacritics: μαψίδιος Low diacritics: μαψίδιος Capitals: ΜΑΨΙΔΙΟΣ
Transliteration A: mapsídios Transliteration B: mapsidios Transliteration C: mapsidios Beta Code: mayi/dios

English (LSJ)

μαψίδιον (also η, ον, v. infr.), (μάψ B)
A vain, false, τὸ δ' ἐμὸν ὄνομα… μαψίδιον ἔχει φάτιν E.Hel.251 (lyr.); γλῶσσα μ. Theoc.25.188; useless, worthless, μαψιδίη κόνις AP7.602 (Agath.).
II in Hom. only Adv. μαψιδίως, = μάψ, thoughtlessly, at random, Il.5.374, al.; without reason, κεχολῶσθαι Od.7.310; rashly, recklessly, 2.58, 14.365; μ. ἀλάλησθε, of pirates, 3.72.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
vain, faux.
Étymologie: μάψ.

German (Pape)

auch 2 Endgn, töricht, leichtsinnig, unbedachtsam; μαψίδιον ἔχει φάτιν, Eur. Hel. 259; Theocr. 25.188; μαψιδίη κόνις, Agath. 39 (VII.602). Bei Hom. nur im
• adv. μαψιδίως, ohne Grund, Od. 7.310, ohne Plan und Zweck, 3.72, 9.253, frecher Weise, frevelhaft, Il. 5.374, Od. 14.365 und öfter; in den Tag hinein, ohne Überlegung, wie μάψ, εἰλαπινάζουσιν πίνουσί τε αἴθοπα οἶνον, 17.536.

Russian (Dvoretsky)

μαψίδιος: и 2 (ῐδ)
1 пустой, бессмысленный, ложный (φάτις Hom.);
2 ничтожный, жалкий (χθονὸς κόνις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μαψίδιος: -ον, (μὰψ) μάταιος, ψευδής, τὸ δ’ ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν Εὐριπ. Ἑλ. 251, πρβλ. Θεόκρ. 25. 188· ἀνωφελής, οὐδενὸς ἄξιος, μαψιδίη κόνις Ἀνθ. Π. 7. 602. II. παρ’ Ὁμήρ. μόνον ὡς ἐπίρρ., μαψιδίως, = μάψ, ὡς τὸ Λατ. temere, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, ἀλογίστως, Ἰλ. Ε. 374, Ὀδ. Γ. 72, κτλ.· ἄνευ λόγου, ἀλόγως, Η. 310· ἀπερισκέπτως, ἀσκόπως, Β. 58, Ξ. 365.

Greek Monolingual

μαψίδιος, -ον και μαψίδιος, -η, -ον (Α)
1. μάταιος, ψευδής («τὸ δ'ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν», Ευρ.)
2. ανωφελής, μηδαμινός, ασήμαντος.
επίρρ...
μαψιδίως
ανόητα, απερίσκεπτα, άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. λαθρίδιος)].

Greek Monotonic

μαψίδιος: -ον (μάψ), μάταιος, λανθασμένος, σε Ευρ., Θεόκρ.· άχρηστος, ανάξιος, σε Ανθ.· επίρρ. μαψιδίως = μάψ, σε Όμηρ.

Middle Liddell

μαψίδιος, ον [μάψ]
vain, false, Eur., Theocr.: useless, worthless, Anth.:—adv. μαψιδίως, = μάψ, Hom.