ποππυσμός
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ὁ, = πόππυσμα (smacking of lips, clucking, poppysma), X.Eq.9.10, Plu.2.713b (pl.), Poll.1.210, v.l. in D.H.Comp.14; σιγμοῖς καὶ π. Nicom.Harm.6, cf. PMag.Leid.W.1.37; of applause, Plu. 2.545c: Lat. poppysmus, of the sound made on seeing lightning, Plin. HN28.25 (pl.); ὁ ἱερακοπρόσωπος κορκόδειλος… τὸν θεὸν ἀσπάζεται τῷ π. PMag.Leid.W.2.1.
German (Pape)
[Seite 682] ὁ, = πόππυσμα; τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ δὲ ἐγείρεσθαι, Xen. Hipp. 9, 10; Plut. Symp. 7, 8, 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 appel de la langue pour flatter un cheval;
2 une sorte de sifflement.
Étymologie: ποππύζω.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ ποππύζω
συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.)
αρχ.
έπαινος, επευφημία.
Greek Monotonic
ποππυσμός: ὁ (ποππύζω), σφύριγμα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ποππυσμός: ὁ посвистывание, причмокивание Xen., Plut.
Middle Liddell
ποππυσμός, οῦ, ὁ, ποππύζω
a whistling, Xen.
Léxico de magia
ὁ chasqueo de labios ruido producido al abrirse los labios tras una implosión ὁ ἱερακοπρόσωπος κορκόδειλος εἰς τὰς δʹ τροπὰς τὸν θεὸν ἀσπάζεται τῷ ποππυσμῷ el cocodrilo de rostro de halcón saluda al dios con un chasquido de labios en los cuatro puntos de cambio (ref. a las cuatro estaciones) P XIII 44 P XIII 385 P XIII 413 como gesto cosmogónico ὁ βʹ (σύντροφος τοῦ ὀνόματος) π. el sexto compañero de tu nombre es un quejido P VII 767 P XIII 48 P XIII 418