ἐκπυνθάνομαι
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
A search out, make inquiry, Il.10.320; ἔκ τε πυθέσθαι ἠέ.. ib.308; ἵν' ἐκπυθώμεθα πόθεν.. E.Cyc.94, etc.
2 c. acc., hear of, learn, S.Aj.215 (anap.); τινός learn from.., E.HF529; τὸ πρᾶγμ' ὅπως ἔχει Ar.Ec.752; ἐ. τινός question him, Id.Pl.60: c. part., ἐ. τινὰ ἀφιγμένον E.Hel.817.
Spanish (DGE)
1 en pres. preguntar, inquirir, tratar de averiguar c. gen. de pers. σκαιῶς ... αὐτοῦ καὶ χαλεπῶς ἐκπυνθάνει tú le preguntas de una forma desagradable y grosera Ar.Pl.60, ὧν οὐδ' ἂν ἐπιχειρήσειαν ἐκπυνθάνεσθαι a los que ni siquiera trataron de preguntar Plu.2.578c
•c. ac. ὁδῶν μήκη las distancias de las rutas Plu.Alex.5, τὰς αἰτίας Plu.2.129d, τὴν ὁρμὴν ἐκπυνθάνῃ τὴν ἐμήν preguntas sobre mi rápida salida Hld.6.3.2
•c. ac. y gen. de pers. τοῦδ' ἐκπυθέσθαι ταῦτα E.Ph.768, τὰ οὖν μὲν πλείονα καὶ μείζονα ... χρὴ καὶ τῶν ἄλλων ἐκπυνθάνεσθαι Σωκράτους ἑταίρων Plu.2.580d
•c. ac. y παρά c. gen. παρ' ἄλλων ὁπόσον οἷόν τε ἦν δι' ἀκριβείας ἐκπυνθανόμενος Luc.Tox.12
•sólo c. παρά y gen. τῆς γραὸς ... ἐκπυνθανομένης παρὰ τοῦ νεκροῦ Hld.6.14.5
•c. interr. indir. τῶν Νειλῴων ἥτις γένεσις παρὰ τῶν ἱερέων ἐκπυνθανόμενος inquiriendo de los sacerdotes cuál era el origen de las fiestas del Nilo Hld.9.22.2, ἐκέλευσεν ἐκπυνθάνεσθαι τοὺς ὁμιλητὰς παρὰ τῶν ἐπιχωρίων ὅπως ἐκ παλαιοῦ προσωνομάζοντο de unas fuentes, Eun.VS 459
•abs. κἀπειδὴ πολυπραγμονῶν καὶ ἐκπυνθανόμενος ἔγνω Hld.8.3.5.
2 en aor. enterarse de, averiguar c. ac. de cosa y gen. de pers. πᾶν ὅ τι ἂν ἐκπύθηται τούτου Plu.Alex.48
•c. ac. de cosa y παρά c. gen. ταῦτα παρὰ τῶν αἰχμαλώτων ... ἐκπυθόμενος I.BI 3.407, cf. Luc.Tox.30, Plu.Galb.27
•sólo c. ac. τοὔνομα ἐκπυθόμενος Luc.Icar.22, tb. en fut. c. ac. θανάτῳ γὰρ ἴσον πάθος ἐκπεύσῃ S.Ai.215
•c. interr. indir. τίν' ἂν σοῦ πατρίδ' ἐκπυθοίμαν; ¿podría saber qué país es el tuyo? S.OC 206, ἵν' ἐκπυθώμεθα πόθεν ... para que podamos enterarnos de dónde ... E.Cyc.94
•c. ὅπως: πρὶν ἐκπύθωμαι πᾶν τὸ πρᾶγμ' ὅπως ἔχει Ar.Ec.752
•c. part. pred. εἰ μὴ τύραννός <σ'> ἐκπύθοιτ' ἀφιγμένον ¡ojalá no se entere el tirano de tu llegada! E.Hel.817, abs. Il.10.308, 320 (tm.), E.HF 529.
3 en perf. estar informado c. adv. εὖ μάλα ἐκπεπυσμένη ... γυνή Luc.Pseudol.28.
German (Pape)
[Seite 777] (s. πυνθάνομαι), ausfragen, ausforschen; ἔκ τε πυθέσθαι Il. 10, 308; Il. 20, 129 wird seit Wolf getrennt geschrieben, θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς; Eur. Cycl. 94; τινός, Ar. Plut. 60; – erfahren, τίνα σου πατρίδ' ἐκπυθοίμαν, Soph. O. C. 205, vgl. Ai. 214; σὲ ἀφιγμένον Eur. Hel. 817; πρὶν ἐκπύθωμαι πᾶν τὸ πρᾶγμ' ὅπως ἔχει Ar. Eccl. 752; Sp., wie Plut. Alex. 48.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκπεύσομαι, etc.
1 s'informer, chercher à savoir : τινος de qqn;
2 apprendre : τί τινος qch de qqn.
Étymologie: ἐκ, πυνθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπυνθάνομαι: (fut. ἐκπεύσομαι)
1 расспрашивать, разведывать, разузнавать (ἠέ φυλάσσονται νῆες Hom. - in tmesi; πόθεν πάρεισι Eur.): ἐ. τινός Arph. расспрашивать кого-л.; ἐ. τι и περί τινος Plut. расспрашивать о чем-л.;
2 узнавать, получать сведения (τι Soph., Arph., Plut. и τί τινος Eur.): ἐκπυθέσθαι τινὰ ἀφιγμένον Eur. узнать о чьем-л. приходе.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπυνθάνομαι: μέλλ. -πεύσομαι, ἀποθ., ἀναζητῶ, ἐρωτῶ νὰ μάθω, Ἰλ. Κ. 320· ἔκ τε πυθέσθαι, ἠὲ φυλάσσονται νῆες, κτλ. αὐτόθι 308 (ἐν Ἰλ. Υ. 129, ἀναγνωστέον θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς)· ἵν’ ἐκπυθώμεθα, πόθεν … Εὐρ. Κύκλ. 94, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., μανθάνω, ἀκούω, θανάτῳ γὰρ ἴσον πάθος ἐκπεύσει Σοφ. Αἴ. 215· ἐκπ. τί τινος, μανθάνω ἔκ τινος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 529, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 752· ἐκπ. τινος, ἐρωτᾶν περί τινος, Ἀριστοφ. Πλ. 60· μετὰ μετοχ., ἐκπ. τινα ἀφιγμένον Εὐρ. Ἑλ. 817. - Πρβλ. ἐκπεύθομαι.
English (Autenrieth)
only aor. 2 inf., search out, Il. 10.308 and 320.
Greek Monolingual
ἐκπυνθάνομαι (Α)
1. αναζητώ, ερευνώ, ρωτώ να μάθω
2. πληροφορούμαι, μαθαίνω.
Greek Monotonic
ἐκπυνθάνομαι: μέλ. -πεύσομαι, αόρ. βʹ ἐξεπῠθόμην· αποθ.,
1. ερευνώ, ψάχνω επιμελώς, κάνω έρευνα, αναζητώ πληροφορίες, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. με αιτ., πληροφορούμαι, ακούω, μαθαίνω, σε Σοφ.· ἐκπ. τινος, αναζητώ πληροφορίες, ερευνώ για κάποιον, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. -πεύσομαι aor2 ἐξεπῠθόμην
1. Dep.: to search out, make enquiry, Il., Eur.
2. c. acc. to enquire about, hear of, learn, Soph.; ἐκπ. τινος to make inquiry of him, Ar.