πεφροντισμένως

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεφροντισμένως Medium diacritics: πεφροντισμένως Low diacritics: πεφροντισμένως Capitals: ΠΕΦΡΟΝΤΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: pephrontisménōs Transliteration B: pephrontismenōs Transliteration C: pefrontismenos Beta Code: pefrontisme/nws

English (LSJ)

Adv., (φροντίζω) carefully, Str.15.1.2, D.S.12.40, Ph.2.214, J.AJ15.2.7, Antyll. ap. Orib.44.8.7, Themist.Ep.8, etc.; π. ἔχειν Ael.NA3.33.

German (Pape)

[Seite 607] (φροντίζω), kluger Weise; D. Sic. 12, 40; Strab.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec prudence.
Étymologie: πεφροντισμένος, part. pf. Pass. de φροντίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεφροντισμένως, adv. van ptc. perf. med.-pass. van φροντίζω, zorgvuldig.

Russian (Dvoretsky)

πεφροντισμένως: рассудительно, разумно Diod.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με φροντίδα, με σύνεση
2. φρ. «πεφροντισμένως ἔχω» — δείχνω μεγάλη φροντίδα για κάτι, εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφροντισμένος του φροντίζω.

Greek Monotonic

πεφροντισμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φροντίζω, επιμελώς, με προσοχή, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

πεφροντισμένως: Ἐπίρρ. τοῦ φροντίζω, ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Στράβ. 685, Διόδ. 12. 40, κτλ.· π. ἔχειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 33.

Middle Liddell

[adverb from perf. pass. part. of φροντίζω
carefully, Strab.