βουθοίνης
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
βουθοίνου, ὁ, beef-eater, epithet of Hercules, APl.4.123, Eust.962.7.
German (Pape)
[Seite 456] ὁ, Rinderschmauser, Herakles, Ep. ad. 289 (Plan. 123).
French (Bailly abrégé)
α (ὁ) :
qui se régale de bœufs, mangeur de bœufs.
Étymologie: βοῦς, θοίνη.
Greek (Liddell-Scott)
βουθοίνης: -ου, ὁ, ὁ ἐσθίων βοῦς, ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 123.
Greek Monolingual
βουθοίνης, ο (AM)
(για τον Ηρακλή) εκείνος που μπορεί να φάει ένα ολόκληρο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βούς + θοίνη, η «συμπόσιο, τροφή, φαγητό»].
Greek Monotonic
βουθοίνης: -ου, ὁ (θοίνη), αυτός που τρώει βόδια, σε Ανθ.