πλήρωσις
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A filling up, filling, πληρώσεσι καὶ κενώσεσι Pl.Phlb. 42c; esp. with people, κληρώσεις δικαστηρίων καὶ π. Id.Lg.956e; πλήρωσις τῆς νεώς manning the ship, CIG2501 (Cos, i B. C.).
2 sensual satisfaction, gratification, especially of eating and drinking, τὸ πίνειν πλήρωσις τῆς ἐνδείας Pl.Grg. 496e; ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς πλήρωσιν ib.492a; πληρώσεών τινων καὶ ἡδονῶν Id.R.439d: as expl. of the origin of pleasure, Id.Phlb.31esq., 35a sq.; of other passions, θυμοῦ πλήρωσις Plu.Lys.19; of the higher aspirations, Plot.5.8.4.
3 completion of a number, μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους… ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος which remained to complete the eight years, Hdt.3.67; εἰς π. ἐκρηγμάτων (ἐκχρημάτων Pap.) κδ' making a total of 24 sluices, Wilcken Chr.11 A14 (ii B. C.).
4 filling up a document, Lyd. Mag.3.68.
II Pass., becoming full, τῆς σελήνης Arist.HA582b2, Epicur.Ep.2p.40U.; of women, impregnation, Arist. l.c.; αἱ τῶν σιτίων π. a being filled with food, opp. αἱ ἔνδειαι, Id.Phgn.810b22: abs., repletion, Hp.VM9, 21, Arist.Rh.1380b4.
German (Pape)
[Seite 635] ἡ, das Füllen, Vollmachen, Ausfüllen, die Befriedigung; τὸ πίνειν πλήρωσις τῆς ἐνδείας, Plat. Gorg. 496 e, u. öfter; Gegensatz κένωσις, Phil. 42 c; das Vollzähligmachen, Her. 3, 67 u. Sp. – Auch = Vorigem, δικαστηρίων, Plat. Legg. XII, 956 e.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de remplir, de combler;
2 action de compléter.
Étymologie: πληρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλήρωσις -εως, ἡ [πληρόω] het vullen:. μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους... ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος de zeven maanden die ontbraken aan de completering van de acht jaren Hdt. 3.67.2; πληρώσεσι καὶ κενώσεσι door vulling en lediging Plat. Phlb. 42c; τὸ δὲ πίνειν πλήρωσίς τε τῆς ἐνδείας καὶ ἡδονή; het drinken (is) toch het aanvullen van wat ontbreekt en tevens een genoegen? Plat. Grg. 496e. vulling, volheid:. πολλά... κακά ἑτεροῖα... τῶν ἀπὸ πληρώσιος vele ziektes die verschillen van de (ziektes) ten gevolge van te veel eten Hp. VM 9.
Russian (Dvoretsky)
πλήρωσις: εως ἡ
1 наполнение, заполнение (π. καὶ κένωσις Plat.): ἡ π. τῆς σελήνης Arst. прибывание луны или полнолуние;
2 восполнение, дополнение: μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος Her. в течение семи месяцев, не хватавших до полных восьми лет;
3 (у)комплектование (δικαστηρίων Plat.);
4 насыщение, удовлетворение, утоление (τῆς ἐνδείας Plat.; θυμοῦ Plut.): ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς πλήρωσιν Plat. предаваться наслаждениям; ἐν πληρώσει Arst. в состоянии полной удовлетворенности;
5 изобилие (τῶν σιτίων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πλήρωσις: ἡ, (πληρόω) γέμισμα, πληρώσεσι καὶ κενώσεσι Πλάτ. Φίληβ. 42C· ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων, πληρώσεις δικαστηρίων καί… ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 956Ε· πλ. τῆς νεώς, τὸ πληροῦν τὸ πλοῖον μὲ ἄνδρας (πρβλ. πλήρωμα 1. 3), Συλλ. Ἐπιγρ. 2501. 2) μάλιστα ἐπὶ τοῦ ἐσθίειν καὶ πίνειν, τὸ πίνειν πλ. τῆς ἐνδείας Πλάτ. Γοργ. 496Ε· ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς πλ., ἱκανοποίησιν, 492Α· πληρώσεών τινων καὶ ἡδονῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 439D· συχν. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν θεωρίαν καθ’ ἣν πᾶσα ἡδονὴ παράγεται ἐκ τῆς πληρώσεως, Φίληβ. 31Ε κἑξ., 35Α κἑξ.· ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων παθῶν, θυμοῦ πλ. Πλουτ. Λύσανδ. 19. 3) ἡ συμπλήρωσις ἀριθμοῦ, μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους… ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτη τῆς πληρώσιος, ἅτινα ὑπελείφθησαν πρὸς συμπλήρωσιν τῶν 8 ἐτῶν (ἀλλ’ ἴσως τῆς πλ. εἶναι γλώσσ.), Ἡρόδ. 3. 67. ΙΙ. Παθ., τὸ πληροῦσθαι, τῆς σελήνης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1· ἐπὶ γυναικῶν τὸ συλλαμβάνειν ἐν τῇ κοιλίᾳ, αὐτόθι· αἱ τῶν σιτίων πλ., ὁ διὰ τροφῆς χορτασμός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἱ ἔνδειαι, ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 6, 10· ἀπολ., γέμισμα, πλήρης χορτασμός, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 11, 17, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 12. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82.
Greek Monotonic
πλήρωσις: ἡ (πληρόω),·
1. συμπλήρωση, γέμισμα, σε Πλάτ.· συχνά λέγεται για φαγητό και ποτό, ο κορεσμός, στον ίδ.
2. συμπλήρωση ενός αριθμού, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
πλήρωσις, εως, πληρόω
1. a filling up, filling, Plat.: often of eating and drinking, satiety, Plat.
2. the completion of a number, Hdt.
English (Woodhouse)
act of satisfying, being full, manning of ships, satisfying
Translations
satisfaction
Arabic: رِضَا; Armenian: բավարարում, գոհացում; Belarusian: здавальненне; Bulgarian: удовлетворение, задоволство; Catalan: satisfacció; Chinese Mandarin: 滿意, 满意, 滿足, 滿足; Czech: uspokojení; Danish: tilfredsstillelse; Dutch: voldoening, bevrediging; Esperanto: kontentigo; Finnish: tyydytys; French: satisfaction; Galician: satisfacción; Georgian: კმაყოფილება, დაკმაყოფილება; German: Befriedigung; Greek: ικανοποίηση; Hungarian: megelégedés, elégedettség; Italian: soddisfazione; Japanese: 満足; Korean: 만족(滿足); Latin: fructus; Macedonian: задоволство; Maori: wanea, ngata, mokori; Persian: رضا; Plautdietsch: Befrädjunk; Polish: zadowolenie, satysfakcja; Portuguese: satisfação; Quechua: saksay; Romanian: satisfacție, satisfacere; Russian: удовлетворение; Sanskrit: तर्पण; Scottish Gaelic: sàsachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: задово̀љство; Roman: zadovòljstvo; Slovak: uspokojenie; Slovene: zadovoljstvo; Spanish: satisfacción; Swedish: tillfredsställning; Telugu: తృప్తి; Thai: ความพอใจ; Tocharian B: soylñe; Turkish: tatmin; Ukrainian: задоволення; Vietnamese: sự thỏa mãn