ἐπίβασις

From LSJ
Revision as of 11:57, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίβᾰσις Medium diacritics: ἐπίβασις Low diacritics: επίβασις Capitals: ΕΠΙΒΑΣΙΣ
Transliteration A: epíbasis Transliteration B: epibasis Transliteration C: epivasis Beta Code: e)pi/basis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A stepping upon, ἐς τὴν ναῦν Luc.Nav.12; advent, Annuario 6/7.417 (Phaselis); αἱ ἐ. τῆς θαλάσσης risings.., Plb.34.9.6.
2. means of approach, access, ἔχειν ἐ. IG7.167 (Megara); τοῦ νοητοῦ -σεις Plot.6.7.36; ἐ. τοῦ ἐραστοῦ Them.Or.13.163d: hence concretely, rungs, steps, Pl.R. 511b(pl.).
3. ἔς τινα ποιεῖσθαι ἐ. make a handle against, a means of attacking one, Hdt.6.61; ἐ. τι τίθεσθαι εἴς τι App.BC1.37; attack, Luc.Hist.Conscr.49; ἀμφισβητούμενον ἢ ἐπίβασιν ἔχον liable to be impugned, IG22.1051a14.
4. getting on one's feet, of a child beginning to walk, Sor.1.114; especially in recovery after a broken leg, Hp. Fract.18 (pl.); τῇ ἐ. χρῆσθαι Id.Art.58; foothold, in snow, Plb.3.54.5.
5. resting of one thing on another, e.g. of a bone, Hp.Art.51.
6. Rhet., κατ' ἐπίβασιν by gradation, Longin.11.1.
7. that on which one stands, Ph.1.125,332.
8. entry into office, PLond.3.1170.3 (iii A.D.).
II. of the male, covering, Plu.2.754a(pl.).

German (Pape)

[Seite 928] ἡ, das Hinaufsteigen; χάρακος D. Hal. 5, 41; ὄνων, Bespringen, Plut. Amator. c. 9 m.; das Heranrücken, der Angriff, Luc.; vom Meere, Überschwemmung, Pol. 34, 9, 6; – übertr., καὶ ὁρμαί Plat. Rep. VI, 511 b; ἐπίβασιν εἴς τινα ποιεῖσθαι, Veranlassung, Her. 6, 61; – das Darauftreten, τῆς χιόνος ἄδηλον ποιούσης τὴν ἐπίβασιν Pol. 3, 54, 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de marcher vers ou contre, attaque;
2 moyen d'approcher de, accès ; particul. moyen d'attaquer;
3 action de marcher sur;
4 action de monter sur, de saillir.
Étymologie: ἐπιβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίβᾰσις: εως ἡ
1 путь, дорога, тропа (τὴν ἐπίβασιν ἄδηλον ποιεῖν Polyb.): μηδὲν ἔχειν στερέμνιον εἰς ἐπίβασιν Diod. не иметь твердой почвы под ногами;
2 восхождение, подъем (αἱ τῶν κύκλων ἐπιβάσεις καὶ περιαγωγαί Plut.);
3 (о животных), покрывание, случка, (αἱ τῶν ὄνων ἐπιβάσεις Plut.);
4 подступ (ἐπιβάσεις καὶ ὁρμαί Plat.);
5 нападение, нанесение удара (ἐπίβασιν ἔς τινα ποιεῖν Her.; ἐπίβασιν ἀνακόπτειν Luc.);
6 разлив (τῆς λίμνης Plut.; pl. τῆς θαλάσσης Polyb.);
7 рит. нарастание, климакс, градация.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίβᾰσις: -εως, ἡ, (ἐπιβαίνω) τὸ πατεῖν ἐπί τινος, πάτημα, τῆς δὲ χιόνος ἄδηλον ποιούσης ἑκάστοις τὴν ἐπίβασιν Πολύβ. 3. 54, 5· κατὰ τὰς ἐπιβάσεις τῆς θαλάσσης, τὰς πλημμυρίδας..., ὁ αὐτ. 34. 9, 6. 2) μεταβ., μέσον προσεγγίσεως, Πλάτ. Πολ. 511Β· ἔχειν ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1098b. 3) μέσον, λαβὴ ἢ βάσις ἐπιβουλῆς, κοινῶς «πάτημα», διὰ πρήγμα τοιόνδε ἐπίβασιν ἐς αὐτὸν ποιεύμενος Ἡρόδ. 6. 61· ἐπ. τίθεσθαι εἴς τί Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 37· προσβολή, ἐφόρμησις, Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· πρβλ. ἐπιβάθρα, ἐπιβατεύω. 4) τὸ ἐγείρεσθαι εἰς τοὺς πόδας πάλιν, ἀνάρρωσις ἐκ κατάγματος τοῦ ποδός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 764· τῇ ἐπ. χρῶμαι, περιπατῶ στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ ποδός, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 824. 5) ἡ ἐπιστήριξις πράγματός τινος ἐπὶ ἕτερον, π. χ. ἐπὶ ὀστοῦ, αὐτόθι 816. 6) ἐν τῇ Ρητορικῇ, κατ’ ἐπίβασιν, κατὰ βαθμούς, βαθμηδόν, Λογγῖν. 11. 1. ΙΙ ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ὀχεύειν, βατεύειν, Λάτ. coïtus, Πλούτ. 2. 754Α.

Greek Monotonic

ἐπίβᾰσις: -εως, ἡ (ἐπιβαίνω), ανάβαση, πλησίασμα· μέσο προσέγγισης, προσπέλαση, μπάσιμο, σε Πλάτ.· εἴς τινα ποιεῖσθαι ἐπ., βρίσκω τρόπο επιθέσεως εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπίβᾰσις, εως ἐπιβαίνω
a stepping upon, approaching: a means of approach, access, Plat.; εἴς τινα ποιεῖσθαι ἐπ. to find a means of attacking one, Hdt.