Ὑπερβόρεοι
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
English (LSJ)
οἱ,
A the Hyperboreans, a people supposed to live in the extreme north, h.Hom.7.29, Pi.P.10.30, Hdt.4.32 sq., Str.15.1.57.
2 Adj., τύχη ὑπερβόρεος, prov. of more than mortal fortune, A.Ch.373 (anap.). (ὑπερβόρειος is a constant v.l. in codd.; but in the poetic passages ὑπερβόρεος is either necessary or at least admissible, as in Cratin.22, and this form is found in IG22.1636.8.)
Greek (Liddell-Scott)
Ὑπερβόρεοι: οἱ, φανταστός τις λαὸς τῶν βορειοτάτων χωρῶν διακρινόμενος ἐπὶ εὐσεβείᾳ καὶ εὐδαιμονίᾳ, Ὕμν. Ὁμ. 6. 29, Πινδ. ΙΙ. 10. 47, Ἡρόδ. 4. 32 κἑξ.· - τύχη ὑπερβόρεος, παροιμία ἐπὶ εὐτυχίας μεγίστης ἢ ἀσυνήθους καὶ ὑπερανθρώπου, Αἰσχύλ. Χο. 373, ἴδε Στράβ. 711, Tzchuck. Pompon. Mel. σ. 123· - ὑπερβόρειος εἶναι ἡ συνεχῶς ἀπαντῶσα ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις γραφή, ἐνίοτε ἄνευ ἑτέρας· ἀλλ’ ἐν ποιητικοῖς χωρίοις ἡ γραφὴ ὑπερβόρεος ἄλλοτε μὲν εἶναι ἀναγκαία διὰ τὸ μέτρον, ἄλλοτε δὲ εἶναι δυνατή, πρβλ. Meineke εἰς Κρατῖνον ἐν «Δηλιάσι» 5. (Περὶ τῆς ἀρχῆς τῆς λέξεως ἴδε ὄρος, τό).
English (Slater)
Ὑπερβόρεοι a people living far to the north ( (O. 3.31) ), favourites of Apollo, from whom Herakles received the olive shoots, whose leaves were the prize at Olympia, v. (O. 3.13) ff., (P. 10.31) ff. δᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις Ἀπόλλωνος θεράποντα λόγῳ (sc. Ἡρακλέης) (O. 3.16) ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (P. 10.30) μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ ἑκατέρωθεν παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων εἰπεῖν Σ.) (I. 6.23) ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ (cf. Paus., 10. 5. 9, of the second Delphic temple of Apollo) (Pae. 8.63) v. also Ἄβαρις, fr. 270.
Greek Monotonic
Ὑπερβόρεοι: οἱ (Βορέας), Υπερβόρειοι, φανταστικός λαός του εσχάτου βορρά, που διακρίνονταν για ευσέβεια και ευδαιμονία, σε Πίνδ., Ηρόδ.· τύχη ὑπερβόρεος, παροιμ. περισσότερη από την θνητή τύχη, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
Ὑπερ-βόρεοι, οἱ, Βορέας
the Hyperboreans, an imaginary people in the extreme north, distinguished for piety and happiness, Pind., Hdt.;— τύχη ὑπερβόρεος, proverb. of more than mortal fortune, Aesch.
Frisk Etymology German
Ὑπερβόρεοι: (-ειοι)
{Huperbóreoi}
Grammar: m. pl.
Meaning: Hyperboreer, N. eines Fabelvolkes, das nach einem Bericht bei Hdt. 4, 32 ff. heilige, in Weizenhalme eingebundene Gegenstände zu den Skythen brachte; von den jeweiligen Nachbarn wurden die Gegenstände dann bis nach Delos weitergegeben. Die H. werden auch als ein seliges Volk nach dem Muster der Bewohner des Elysion geschildert (h. Hom. 7, 29, Pi. P. 10, 30, Hdt. a.O., Kratin. u.a.).
Derivative: Davon das Adj. Ὑπερβόρεος τύχη (A. Ch. 373), -ὶς κόρη (D. H.).
Etymology : Ohne sichere Etymologie. Nach Hdt. a. O. zu βορέας als "die jenseits des Nordwinds Wohnenden". Moderne Erklärer, z.B. Pedersen KZ 36, 319, haben es vorgezogen, den Volksnamen direkt an das Wort für ‘Berg, das dem Windnamen βορέας wahrscheinlich zugrunde liegt (siehe s.v.), anzuknüpfen: "die jenseits der Berge Wohnenden". — Dagegen wollte Ahrens RhM 17, 340 ff. die Ὑπερβόρεοι als makedonische Bezeichnung mit den Περφερέες, den Begleitern zweier hyperboreischer Jungfrauen, die zuerst nach Delos geschickt wurden (Hdt. 4, 33), gleichsetzen. Ebenso, aber mit einer ganz eigenartigen Motivierung, v. Windekens RhM 100, 164ff. (mit Lit. und Referat der früheren Diskussion).
Page 2,967