εὐράξ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
A Adv. on one side, sideways, στῆ δ' εὐ. σὺν δουρί Il.11.251, 15.541, cf. Lyc.920.
II εὐρὰξ πατάξ, an exclamation in Ar.Av.1258, to frighten away birds.
German (Pape)
[Seite 1092] (εὖρος), seitwärts, Il. 11, 251. 15, 541. Bei Ar. Av. 1250 εὐρὰξ πατάξ, Ausruf: husch (um die Iris zu verscheuchen)
French (Bailly abrégé)
adv.
dans le sens de la largeur, transversalement ; de côté.
Étymologie: εὐρύς.
Russian (Dvoretsky)
εὐράξ: adv. сбоку, в стороне или в сторону: στῆ δ᾽ εὐράξ Hom. он стал сбоку; εὐρὰξ πατάξ! Arph. прочь отсюда!
Greek (Liddell-Scott)
εὐράξ: Ἐπίρρ., πλαγίως, στῇ δ’ εὐρὰξ σὺν δουρί, «ἐκ πλαγίου» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 251, Ο. 541. ΙΙ. εὐρὰξ πατάξ, ἐπιφώνημα ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1258, πρὸς ἀποδίωξιν πτηνῶν, ἀλλ’ ἴδε Σχολιαστὴν ἐν τόπῳ, ὅστις δίδει εἰς τὸ ἐπιφώνημα τοῦτο κακὴν σημασίαν.
English (Autenrieth)
(εὖρος): on one side, sidewise, Il. 11.251, Il. 15.541.
Greek Monolingual
εὐράξ (Α)
επίρρ.
1. πλαγίως, στα πλάγια
2. φρ. «εὐράξ πατάξ» — αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση δε Fράξ (Fραξ < ράσσω, ράττω «χτυπώ, ωθώ, προσκρούω»].
Greek Monotonic
εὐράξ: επίρρ. (εὖρος)·
I. από τη μια πλευρά, πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ.
II. εὐρὰξ πατάξ, επιφών., κραυγή για εκφοβισμό πτηνών, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: meaning uncertain, in στῆ δ' εὐράξ (Λ 251, Ο 541), perhaps on one side, near, at the side; further Lyc. 920 εὐρὰξ Ἀλαίου Παταρέως ἀνακτόρων near the temple of Ἀ. Π.; as interj. Ar. Av. 1258 εὐράξ, πατάξ.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. On the formation cf. λάξ, ὀδάξ, μουνάξ, διαμπάξ a. o. (Schwyzer 620). Connected (so still Stolz IF 18, 460f.) with εὐρύς and explained as ἐκ πλαγίου (e. g. H.). Acc. to Bq with Meister Herodas 749 however to be read as δε Ϝράξ und to be understood as en heurtant, from ῥάττειν, ῥάσσειν, ῥήσσειν nudge, bump; on the meaning cf. ἴκταρ near and parallels mentioned there.
Middle Liddell
εὖρος
I. on one side, sideways, Il.
II. εὐρὰξ πατάξ, an exclamation to frighten away birds, Ar.
Frisk Etymology German
εὐράξ: {euráks}
Forms: in στῆ δ’ εὐράξ (Λ 251, Ο 541)
Meaning: Bed. unsicher, vielleicht er trat an die Seite, in die Nähe, hinzu; außerdem Lyk. 920 εὐρὰξ Ἀλαίου Παταρέως ἀνακτόρων ‘in der Nähe des Tempels des Ἀ. Π.’; als Interj. Ar. Av. 1258 εὐράξ, πατάξ.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Zur Bildung vgl. λάξ, ὀδάξ, μουνάξ, διαμπάξ u. a. (Schwyzer 620). Von alten und neueren Erklärern (so noch Stolz IF 18, 460f.) zu εὐρύς gezogen und als ἐκ πλαγίου (z. B. H.) erklärt. Nach Bq mit Meister Herodas 749 dagegen als δὲ ϝράξ zu lesen und als en heurtant zu verstehen, von ῥάττειν, ῥάσσειν, ῥήσσειν anstoßen, schlagen; zur Bed. vgl. ἴκταρ nahe, bei und dort angeführte Parallelfälle.
Page 1,590