δύσλοφος

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσλοφος Medium diacritics: δύσλοφος Low diacritics: δύσλοφος Capitals: ΔΥΣΛΟΦΟΣ
Transliteration A: dýslophos Transliteration B: dyslophos Transliteration C: dyslofos Beta Code: du/slofos

English (LSJ)

δύσλοφον,
A hard for the neck, hard to bear, ζεύγλη, ζυγόν, Thgn.848, 1024; χείρ B.12.46; δ. φρενί prob. l. in S.Ichn.4; δυσλοφωτέρους πόνους A.Pr.931.
II impatient of the yoke, ἡμίονοι Ael.NA16.9. Adv. δυσλόφως = intolerantly, impatiently, δυσλόφως φέρειν E.Tr.303.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas o abstr., en sent. fís. duro, doloroso para el cuello ζεύγλη Thgn.848, ζυγόν Thgn.1024, χείρ de Heracles, B.13.46
en sent. moral doloroso, humillante δυσλοφώτεροι πόνοι A.Pr.931, ὄν[ειδος ἄλλο δύσ] λοφον φρενί S.Fr.314.10 (l.p.).
2 de anim. que es de cuello difícil, difícil de uncir ἡμίονοι Ael.NA 16.9.
II adv. δυσλόφως = con humillación, penosamente τοὐλεύθερον ... δ. φέρει κακά E.Tr.303.

German (Pape)

[Seite 683] 1) schwer für den Nacken, nackenbeschwerend, ζεύγλη, Theogn. 846; πόνοι, Aesch. Prom. 930. – 2) den Nacken ungern unters Joch beugend, widerspänstig, αὐχήν, Theogn. 1019; ἡμίονοι, Ael. H. A. 16, 11; – δυσλόφως φέρειν κακά, Eur. Tr. 302.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 pénible pour le cou, difficile à supporter;
2 impatient du joug.
Étymologie: δυσ-, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

δύσλοφος: тяжелый для шеи, т. е. невыносимый, мучительный (πόνοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσλοφος: -ον, βαρύς, δυσάρεστος, εἰς τὸν τράχηλον, δυσφόρητος, ζεύγλη, ζυγὸς Θέογν. 846, 1018, Βακχυλ. 12. 46 (13) (Blass)·δυσλοφωτέρους πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 931. ΙΙ. ὁ μὴ ὑπομένων τὸν ζυγόν, ἡμίονοι Αἰλ. π. Ζ. 16. 9, ― Ἐπίρρ., -φως φέρειν Εὐρ. Τρῳ. 303.

Greek Monolingual

δύσλοφος, -ον (Α)
1. βαρύς, δυσάρεστος στον τράχηλο («δύσλοφος ζυγός»)
2. αυτός που δεν υπομένει ζυγό («δύσλοφοι ἡμίονοι»).

Greek Monotonic

δύσλοφος: -ον, I. βαρύς για τον τράχηλο, δυσβάσταχτος, ανυπόφορος, σε Θέογν., Αισχύλ.
II. αυτός που δεν υπομένει το ζυγό· επίρρ., ανυπόμονα, σε Ευρ.

Middle Liddell

δύσ-λοφος, ον
I. hard for the neck, hard to bear, Theogn., Aesch.
II. impatient of the yoke: adv., impatiently, Eur.

Translations

intolerable

Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis, intolerandus; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎