ἀκήδεστος

From LSJ
Revision as of 09:47, 17 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκήδεστος Medium diacritics: ἀκήδεστος Low diacritics: ακήδεστος Capitals: ΑΚΗΔΕΣΤΟΣ
Transliteration A: akḗdestos Transliteration B: akēdestos Transliteration C: akidestos Beta Code: a)kh/destos

English (LSJ)

ἀκήδεστον, uncared for, Il.6.60; esp. unburied, AP7.686 (Pall.); unkempt, κάρηνον Nonn. D. 10.272. Adv. ἀκηδέστως = without care for others, ruthlessly, Il.22.465, 24.417, cf.AP9.375.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [gen. ép. -οιο Nonn.D.10.272]
I 1que no recibe cuidados esp. de un cadáver al que no se le han rendido los honores fúnebres sin duelo, Il.6.60, ἀκήδεστον γαίῃ ἔνι τόνδε λιπόντες A.R.2.151, cf. AP 7.686 (Pall.).
2 descuidado, desaliñado πρόσωπον Nonn.D.42.85, κάρηνον Nonn.D.10.272.
II que no se preocupa, indiferente, triste σιωπή Nonn.D.12.120.
III adv. ἀκηδέστως
1 sin compasión, de forma implacable a un cadáver ἕλκειν Il.22.465, 24.417.
2 sin cuidado, sin comedimiento πῖνεν Q.S.13.6, cf. AP 9.375, οὐ ἀ. Orac.Sib.5.403.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abandonné sans sépulture.
Étymologie: , κήδομαι.

German (Pape)

vernachlässigt, bes. unbestattet; Hom. einmal. Il. 6.60 πάντες Ἰλίου ἐξαπολοίατ' ἀκήδεστοι καὶ ἄφαντοι; – Pallad. 64 (VII.686); Ap.Rh. 2.151; öfter bei Nonn., z.B. ἀκηδέστῳ σιωπῇ 12.120. in traurigem Schweigen.
• Adv. ἀκηδέστως, sich um Niemand kümmernd, unbarmherzig; Hom. zweimal, ἕλκειν ἀκηδέστως vom Schleifen des toten Hector Il. 22.465, 24.417; – Ep.adesp. 386 (IX.375); – sorglos, sp.D., z.B. πίνειν Qu.Sm. 13.6.

Russian (Dvoretsky)

ἀκήδεστος: оставленный без погребения, брошенный (sc. Τρῶες Hom.; θανών Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκήδεστος: -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς ἐφρόντισεν, ἄταφος, Ἰλ. Ζ. 60: οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ., -τως, ἄνευ τῶν προσηκουσῶν τελετῶν τῆς ταφῆς ἢ (ἴσως) ἄνευ φροντίδος περὶ ἄλλων, ἀπερισκέπτως, ἀπανθρώπως, Ἰλ. Χ. 465, Ω. 417, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 375.

English (Autenrieth)

(κηδέω): uncared-for, i. e. of the dead, ‘unburied,’ Il. 6.60; adv. ἀκηδέστως, pitilessly.

Greek Monolingual

ἀκήδεστος, -ον (Α)
1. αυτός για τον οποίο κανείς δεν φρόντισε
2. άθαφτος
3. επίρρ. ἀκηδέστως
χωρίς φροντίδα για τους άλλους, ανελέητα, άσπλαχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Schwyzer και τον Frisk η λ. ἀκήδεστος < - + κῆδος
κατά τον Chantraine η λ. ἀκήδεστος < ἀκηδῶ].

Greek Monotonic

ἀκήδεστος: -ον (κηδέω), αφρόντιστος, άταφος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. -τως, χωρίς τις οφειλόμενες, δέουσες τελετές της ταφής, ή (πιθ.) χωρίς ενδιαφέρον, μέριμνα, έγνοια για τους άλλους, απερίσκεπτα, αψήφιστα, αλύπητα, άσπλαχνα, στο ίδ.

Middle Liddell

κηδέω
uncared for, unburied, Il.: adv., -τως, without due rites of burial, or (perhaps) without care for others, recklessly, remorselessly, Il.

Translations