προνεύω
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
stoop or bend forward, προνενευκὼς εἰς τὸ πρόσθεν Pl.Euthd. 274b; of a rider, X.Eq.8.7; of rowers, Id.Oec.8.8, Plb.1.21.2; of horns, Arist.HA611b5; of promontories, Poll.1.115 cod. B, Suid. s.v. πρῆνες; of a wrestler, Gal.6.142 (v.l. προσνεύω).
German (Pape)
[Seite 735] vorwärts nicken; προνένευκεν, Agath. 42 (Plan. 59); προνενευκὼς εἰς τὸ πρόσθεν, Plat. Euthyd. 274 b, von den Ruderern gesagt; Pol. 1, 21, 2.
French (Bailly abrégé)
se pencher ou être penché en avant, abs. ou avec εἰς et l'acc.
Étymologie: πρό, νεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-νεύω voorover buigen.
Russian (Dvoretsky)
προνεύω: наклоняться, нагибаться (εἰς τὸ πρόσθεν Plat.): τὰ προνενευκότα τῶν κεράτων εἰς τὸ πρόσθεν Arst. загнутые вперед концы рогов; π. ἐπὶ στόμα Plut. наклоняться лицом вперед.
Greek Monolingual
ΝΑ νεύω
κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός
νεοελλ.
ναυτ. προκαλώ κλίση τών ιστών ιστιοφόρου προς την πλώρη ώσπου να καμφθούν τα επιστήλια σφίγγοντας τους προτόνους.
Greek Monotonic
προνεύω: μέλ. -σω, γέρνω ή σκύβω εμπρός, σε Πλάτ.· λέγεται για ιππέα, σε Ξεν.· λέγεται για κωπηλάτες, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προνεύω: νεύω, κλίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, εἰς τὸ πρόσθεν Πλάτ. Εὐθύδημ. 274Ε· ἐπὶ ἱππέως, Ξεν. Ἱππ. 8, 7· ἐπὶ κωπηλατῶν, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 8, 8, Πολύβ. 1. 21, 2· ἐπὶ κεράτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 6· ἐπὶ ἀκρωτηρίων, Πολυδ. Α΄, 11, Σουΐδ.
Middle Liddell
fut. σω
to stoop or bend forward, Plat.; of a rider, Xen.; of rowers, Xen.