ὕψος

Revision as of 11:21, 24 January 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ancient Greek: ὕψος;" to "Ancient Greek: αἶπος, ἄκρον, ἔξαρσις, ἔπαρμα, ὕψος, ὕψωμα;")

English (LSJ)

εος, τό, (ὕψι)
A height, ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος A.Ag.1376; εἰς ὕψος αἴρειν τινά E.Ph.404; κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Pl.Lg.625c; ὕψος ἔχειν, ὕψος λαμβάνειν, rise some height, Th.1.91, 4.13, cf. 2.75; ἀφ' ὕψους [με] δισκοβόλησε Epigr.Gr.336 (Alexandria Troas): pl., Pl.Ti. 44d: abs. ὕψος, in height, opp. μῆκος, εὖρος, πλάτος, Hdt.1.50, 178, IG12.372.24, 22.1666A79, PMich.Zen.38.12, al. (iii B. C.); so ἐς ὕψος Hdt.2.13, 155.
II metaph., summit, crown, ὕψος ἀμαθίας Pl.Ep.351d; ὕψος σεμνότητος Arist.Mu.398a12.
2 sublimity, grandeur, τῶν λόγων Metrod.Herc.831.8, cf. Longin.1.1, al.: pl., Id.3.4, 7.4.

French (Bailly abrégé)

ion. εος, att. ους (τό) :
1 hauteur, élévation ; ἐς ὕψος ou abs. ὕψος en hauteur ; fig. en parlant du style élévation du style, style sublime ; περὶ ὕψους « de sublimitate », ouvrage de [Longin];
2 cime, sommet ; fig. ὕψος ἀμαθίας, le comble, le summum de l'ignorance.
Étymologie: ὑπό.

German (Pape)

εος, τό, Höhe; ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος Aesch. Ag. 1349; οὐδ' ἡ ϋγένεια σ' ἦρεν εἰς ὕψος μέγα Eur. Phoen. 407; ὕψος ἔχειν, λαμβάνειν, Thuc. 1.91, 4.13; und sonst in Prosa, Spitze, Scheitel; – oft im absolut. acc. ὕψος, an Höhe, Her. 1.50, 7.60, Xen. und sonst; – übertragen, Erhabenheit, Longin.

Russian (Dvoretsky)

ὕψος: εος τό иногда pl.
1 высота, вышина: τεῖχος ὕψος (или ἐς ὕψος) διηκοσίων πηχέων Her. стена высотою в двести локтей; ὕψος λαμβάνειν Thuc. подниматься вверх, расти; εἰς ὕψος μέτα αἴρειν τινά Eur. поднимать кого-л. на большую высоту; κυπαρίττων ὕψη Plat. вышина кипарисов;
2 высшая степень, верх (ἀμαθίας Plat.; σεμνότητος καὶ ὑπεροχῆς Arst.);
3 высокое положение, вознесенность NT.

Greek (Liddell-Scott)

ὕψος: -εος, τό, (ὕψι) ὡς καὶ νῦν, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. (ἴδε κατωτ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1376 (ἴδε ἐκπήδημα)· εἰς ὕψος αἴρειν τινὰ Εὐρ. Φοίν. 404· ὕψος ἔχειν, λαμβάνειν Θουκ. 1. 91., 4. 13, πρβλ. 2. 75· ἀφ’ ὕψους [με] δισκοβόλησε Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 336· ― ἀπολ., ὕψος, κατὰ τὸ ὕψος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μῆκος ἢ εὖρος, Ἡρόδ. 1. 50, 178· οὕτως, ἐς ὕψος ὁ αὐτ. 2. 13, 155. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ὑψηλότατον σημεῖον, ἡ κορυφή, ἡ κορωνίς, ὕψος ἀμαθίας Πλάτ. Ἐπιστ. 351Ε· σεμνότητος Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 8· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 46C· κυπαρίττων ὕψη, ἴδε κάλλος 3. 2) ὕψος λόγου ἢ ἐννοιῶν, Λογγῖν. 1. 1, κλπ.· ἐν τῷ πληθ., 3. 4, 7. 4.

English (Strong)

from a derivative of ὑπέρ; elevation, i.e. (abstractly) altitude, (specially), the sky, or (figuratively) dignity: be exalted, height, (on) high.

English (Thayer)

ὕψους, τό, from Aeschylus and Herodotus down, the Sept. for מָרום, קומָה, גֹּבַה, etc., height: properly, of measure, A. V. on high), rank, high station: ὕψος ἀρετῆς, Plutarch, Popl. 6).

Greek Monotonic

ὕψος: -εος, τό (ὕψι),
I. ύψος, σε Ηρόδ., Αττ.· ὕψος ἔχειν, λαμβάνειν, φθάνω σε κάποιο ύψος, σε Θουκ.· απόλ., ὕψος, σε ύψος, καθ' ύψος, αντίθ. προς τα μῆκος ή εὗρος, σε Ηρόδ.
II. μεταφ., κορυφή, αποκορύφωμα, κορωνίδα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὕψος, ος, εος, τό, [ὕψι]
I. height, Hdt., Attic; ὕψος ἔχειν, λαμβάνειν to rise to some height, Thuc.:—absol. ὕψος, in height, opp. to μῆκος or εὖρος, Hdt.
II. metaph. the top, summit, crown, Plat.

Chinese

原文音譯:Ûyoj 虛普所士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:高 相當於: (מָרֹום‎) (קֹומָה‎) (רוּם‎)
字義溯源:高超,高,高處,上頭,升高;源自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)
出現次數:總共(6);路(2);弗(2);雅(1);啓(1)
譯字彙編
1) 高(2) 弗3:18; 啓21:16;
2) 高處(2) 路1:78; 弗4:8;
3) 升高(1) 雅1:9;
4) 上頭(1) 路24:49

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἐπίρρ. ὕψι (=ψηλά), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: ὑψηλός, ὕψιστος, ὑψόθεν, ὑψόθι, ὑψόσε, ὑψοῦ, ὑψόω -ῶ, ὕψωμα, ὕψωσις, ἀνύψωσις, ἐξύψωσις καί τά σύνθ.: ὑψαύχην, ὑψηλόφρων, ὑψιπέτης, ὑψιπετής.

Translations

height

Albanian: lartësi; Amharic: ከፍታ; Arabic: اِرْتِفَاع‎; Egyptian Arabic: ارتفاع‎; Armenian: բարձրություն; Azerbaijani: ucalıq, hündürlük, yüksəklik; Bashkir: бейеклек; Belarusian: вышыня, высачыня; Bengali: উচ্চতা; Bulgarian: височина; Burmese: အမြင့်, စောက်; Catalan: altura; Cherokee: ᎢᎦᏘ; Chinese Mandarin: 高低, 高度; Czech: výška; Danish: højde; Dutch: hoogte; Esperanto: alteco, alto; Estonian: kõrgus; Ewe: kɔkɔme; Finnish: korkeus; French: hauteur; Friulian: altece; Galician: altura; Georgian: სიმაღლე; German: Höhe; Alemannic German: Hööchi; Gothic: 𐌷𐌰𐌿𐌷𐌴𐌹, 𐌷𐌰𐌿𐌷𐌹𐌸𐌰; Greek: ύψος; Ancient Greek: αἶπος, ἄκρον, ἔξαρσις, ἔπαρμα, ὕψος, ὕψωμα; Gujarati: ઊંચાઈ; Haitian Creole: wotè; Hebrew: רָמָה‎; Hindi: ऊंचाई; Hungarian: magasság; Icelandic: hæð; Italian: altezza; Japanese: 高さ, 高度; Kazakh: биіктік; Khmer: កំពស់; Korean: 높이, 고도; Kurdish Central Kurdish: بەرزی‎; Kyrgyz: бийиктик; Ladino: בוֹיי‎; Lao: ຄວາມສຸງ; Latgalian: augstums; Latin: altitudo, proceritas; Latvian: augstums; Lithuanian: aukštis, aukštumas; Luxembourgish: Héicht; Macedonian: висина, височина; Malay: ketinggian; Malayalam: ഉയരം; Maori: tiketike; Maranao: tas; Mauritian Creole: oter; Mongolian: өндөр; Norman: haûteu; Norwegian Bokmål: høyde; Oromo: hojjaa; Persian: بلندی‎, ارتفاع‎; Polish: wysokość; Portuguese: altura; Romanian: înălţime; Russian: высота, вышина; Sanskrit: ऊर्ध्व; Serbo-Croatian Cyrillic: висина; Roman: visina; Skolt Sami: õllivuõtt; Slovak: výška; Slovene: višina; Somali: kor, sare; Spanish: altura; Swedish: höjd, längd; Tagalog: taas; Tajik: баландӣ; Tausug: tas; Telugu: పొడుగు; Thai: ความสูง, ส่วนสูง; Turkish: yükseklik; Turkmen: beýiklik; Ukrainian: висота, височина, високість, височі́нь, вишина; Urdu: اونچائی‎; Uyghur: ئېگىزلىك‎; Uzbek: balandlik, yuksaklik; Venetian: altézsa; Vietnamese: độ cao, cao; Welsh: uchder; Yiddish: הייך‎; Zulu: ubude