ὑποπτήσσω
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
A crouch or cower beneath, like hares, birds, etc., πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Ep. pf. part. from shorter stem πτη-, cf. κατα-, προσ-πτήσσω) Il.2.312; ὑποπτήξας τάφῳ E.Hel.1203; ὑπέπτηχε cowers, Luc.Musc.Enc.4.
II metaph., crouch before another, bow down to, τινι X.Cyr.1.5.1; also ὑ. τοὺς νέους θεούς A.Pr.960, cf. 29, X.Cyr.1.6.8; τὸ τῶν Ἀθηναίων ἀξίωμα Aeschin.2.105: abs., to be modest or shy, X.Cyr.1.3.8.
French (Bailly abrégé)
pf. ὑπέπτηχα;
se blottir de peur sous, τινι ; p. ext. se cacher de peur, trembler : τινι ou τινα devant qqn ; abs. être timide ou modeste.
Étymologie: ὑπό, πτήσσω.
German (Pape)
(πτήσσω), sich aus Furcht niederbücken, unterducken; πετάλοις ὑποπεπτηῶτες, ep. = ὑποπεπτηκότες, Il. 2.312; aus Furcht od. Scham scheu, schüchtern, blöde sein, ὑποπτήξας Eur. Or. 775; Hel. 1219; sich vor Jem. demütigen, sich ihm unterwerfen, Scheu und Ehrfurcht vor Einem haben, τινά, ihn fürchten, scheuen, θεὸς θεῶν γὰρ οὐχ ὑποπτήσσων χόλον Aesch. Prom. 29; ταρβεῖν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους θεούς 962; auch in Prosa, Xen. Cyr. 1.3.8, 1.6.8; οὐχ ὑποπτήξας τὸ τῶν Ἀθηναίων ἀξίωμα Aesch. 2.105; ὑπέπτηξε Plut. Demetr. 33.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπτήσσω:
1 наклоняться, приседать: νεοσσοὶ πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (= ὑποπεπτηκότες) Hom. притаившиеся в листьях птенцы; ὑποπτήξας σιωπῇ Eur. съежившись и безмолвно;
2 бояться, робеть, смущаться: ὑ. τινί Xen., Plut. и τινά (τι) Aesch., Aeschin. робеть перед кем(чем)-л.; μηδέπω ὑποπτήσσων Xen. нисколько не смущаясь.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπτήσσω: μέλλ. -ξω· πρκμ. ὑπέπτηχα. «Ζαρώνω» ἐκ φόβου ὡς οἱ λαγοὶ καὶ τὰ πτηνά κλ., πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ ὑποπεπτηκότες, πρβλ. κατ-, προσπτήσσω), Ἰλ. Β. 31· οὕτως, ὑποπτήξας τάφῳ Εὐρ. Ἑλ. 1203. ΙΙ. μεταφ., κύπτω ἐνώπιόν τινος, «ζαρώνω», τινὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 1· ὡσαύτως, ὑπ. τινα Αἰσχύλ. Πρ. 960 (πρβλ. 29), Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8, μετ’ αἰτ., ὑπ. τὸ ἀξίωμά τινος Αἰσχίν. 42. 1· - ἀπολ., συστέλλομαι, ὡς ἂν παῖς μηδέπω ὑποπτήσσων Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 8· ὑπέπτηχε μετὰ σημασ. ἐνεστ., Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 4.
English (Autenrieth)
only perf. part., ὑποπεπτηῶτες, having crouched down timidly under and hidden themselves amid the leaves, πετάλοις, Il. 2.312†.
Greek Monolingual
Α
1. ζαρώνω από φόβο
2. μτφ. α) είμαι επιφυλακτικός από φόβο ή ντροπή
β) χάνω το θάρρος μου μπροστά σε κάποιον, υποχωρώ και υποτάσσομαι σε κάποιον
γ) δείχνω ευλάβεια και σεβασμό σε κάποιον («μή τί σοι δοκῶ ταρβεῖν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους θεούς;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πτήσσω «μαζεύομαι, ζαρώνω από φόβο»].
Greek Monotonic
ὑποπτήσσω: μέλ. -ξω,
I. ζαρώνω από φόβο ή ριγώ από φόβο και κρύβομαι κάτω από, όπως σε λαγούς ή πουλιά, πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Επικ. μτχ. παρακ. αντί ὑποπεπτηκότες), σε Ομήρ. Ιλ.· ὑποπτήξας τάφῳ, σε Ευρ.
II. μεταφ., ζαρώνω, μαζεύομαι μπροστά σε κάποιον άλλο, υποκλίνομαι σε, τινί, σε Ξεν.· επίσης, ὑποπτήσσω τινά, σε Αισχύλ., Ξεν.· απόλ., είμαι μετριοπαθής, συγκρατημένος ή δειλός, άτολμος, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to crouch or cower beneath, like hares or birds, πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (epic part. perf. for ὑποπεπτηκότεσ), Il.; ὑποπτήξας τάφῳ Eur.
II. metaph. to crouch before another, bow down to, τινί Xen.; also, ὑπ. τινά Aesch., Xen.:—absol. to be modest or shy, Xen.