πωλητήριον

From LSJ
Revision as of 10:31, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλητήριον Medium diacritics: πωλητήριον Low diacritics: πωλητήριον Capitals: ΠΩΛΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: pōlētḗrion Transliteration B: pōlētērion Transliteration C: politirion Beta Code: pwlhth/rion

English (LSJ)

τό,
A place where wares are sold, auction room, shop, Hermipp.93 (nisi leg. πωλητῆρα), X.Vect.3.13 (pl.), App.BC3.23 (pl.).
II τὸ πωλητήριον τοῦ μετοικίου the office of the salesmen, who farmed out the metic-tax, D.25.57, cf. Hyp.Fr.270.

German (Pape)

[Seite 827] τό, 1) der Ort, wo Waaren verkauft werden, Laden, Gewölbe; Xen. vect. 3, 13; Luc. Pisc. 27 vit. auct. 1. – 2) der Ort, wo sich die πωληταί versammeln, um die öffentlichen Abgaben zu verpachten u. einzunehmen, τοῦ μετοικίου, Dem. 25, 27; vgl. Harpocrat.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 endroit pour vendre, halle, marché;
2 endroit où se réunissent les πωληταί.
Étymologie: πωλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πωλητήριον -ου, τό [πωλητής] verkooppunt.

Russian (Dvoretsky)

πωλητήριον: τό
1 πωλέω торговый склад, лавка Xen.;
2 πωλητής полетерий (в Афинах, контора по сдаче на откуп государственных доходов) Dem.

Greek Monolingual

πωλητήριο, το / πωλητήριον, ΝΑ, και άχρ. τ. πουλητήριο Ν
νεοελλ.
1. έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται μία πώληση, συμβόλαιο πώλησης
2. αγγελία για πώληση ακινήτου ή άλλου αντικειμένου, η οποία τοιχοκολλείται
αρχ.
1. τόπος όπου διεξάγονταν αγοραπωλησίες ή δημοπρασίες
2. φρ. «τὸ πωλητήριον τοῦ μετοικίου»
(στην Αθήνα) τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι πωλητές για να εισπράξουν ή για να εκμισθώσουν σε πλειοδότη το μετοίκιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωλῶ + επίθημα -τήριο(ν) (πρβλ. πρατήριον)].

Greek Monotonic

πωλητήριον: τό (πωλέω
I. μέρος όπου γίνεται η πώληση, πρατήριο, κατάστημα, σε Ξεν.
II. επάγγελμα των πωλητῶν, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πωλητήριον: τό, τόπος ἐν ᾧ γίνεται πώλησις, ἢ δημοπρασία, πρατήριον, Ἕρμιππος ἐν Ἀδήλ. 12, Ξεν. Πόροι 3. 3. 13, κτλ. ΙΙ. τὸ π. τοῦ μετοικίου, ὁ τόπος ἔνθα συνήδρευον οἱ πωληταί, οἵτινες ἐπώλουν εἰς τὸν πλειοδότην τὸν φόρον τῶν μετοίκων, Δημ. 787, 27,

Middle Liddell

πωλητήριον, ου, τό, πωλέω
I. a place where wares are sold, an auction-room, shop, Xen.
II. the office of the πωληταί, Dem.