κραιπνός

From LSJ
Revision as of 10:30, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραιπνός Medium diacritics: κραιπνός Low diacritics: κραιπνός Capitals: ΚΡΑΙΠΝΟΣ
Transliteration A: kraipnós Transliteration B: kraipnos Transliteration C: kraipnos Beta Code: kraipno/s

English (LSJ)

κραιπνή, κραιπνόν, swift, rushing, Βορέης, θύελλαι, Od.5.385, 6.171; πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι Il.16.671, 681: in Hom. freq. ποσσὶ κραιπνοῖσι Il.23.749, etc.; κραιπνῷ ποδί A.Pers.95 (lyr.); πηδήμασιν κραιπνοῖσι S.Ichn.213; κ. βέλος Pi.P.4.90; κυλινδέσκοντο -ότεραι ἢ ἀνέμων στίχες, of the Symplegades, ib.209; σθένει κραιπνοί Id.Fr. 133: metaph., hasty, rash, κραιπνότερος νόος, of a youth, Il.23.590. Adv. κραιπνῶς, ἀνόρουσε 10.162; προσεβήσετο 14.292; διέπτατο 15.83; θέομεν Od.8.247: neuter plural as adverb, κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς 17.27; κ. διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι Il.5.223, etc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 prompt, rapide;
2 impétueux, violent.
Étymologie: R. Κραπ, Καρπ, saisir.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραιπνός -ή -όν snel:; κραιπναὶ θύελλαι hevige rukwinden Od. 6.171; overdr. haastig, impulsief:. κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος zijn karakter is te impulsief Il. 23.590.

German (Pape)

(*κραπ, wahrscheinlich mit ἅρπω zusammenhangend), reißend schnell; ὅστις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο Il. 23.749, und öfter in dieser Vrbdg, auch κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς, Od. 17.27. Der Boreaswind heißt κραιπνός, Od. 5.385, wie θύελλαι 6.171, schnelle, mit sich fortreißende Winde; übertragen, κραιπνότερος νόος, schnell, heftig, Il. 23.590; – βέλος Pind. P. 4.90; κραιπνότεραι ἀνέμων ib. 209; κραιπνῷ ποδί Aesch. Pers. 95; sp.D., wie Simmias ov. 17.
• Adv., κραιπνῶς ποσὶ θέομεν Od. 8.247, ἀνόρουσε Il. 10.162.

Russian (Dvoretsky)

κραιπνός:
1 резвый, быстрый (πόδες Hom.);
2 быстро несущийся, стремительный, бурный (Βορέας, θύελλαι Hom.; βέλος Pind.);
3 поспешный, опрометчивый (νόος νέου ἀνδρός Hom.).

English (Autenrieth)

comp. κραιπνότερος: rapid, quick; fig., hasty, νόος, Il. 23.590.— Adv., κραιπνῶς, also κραιπνά, Il. 5.223.

English (Slater)

κραιπνός swift “Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” (P. 4.90) κυλινδέ- σκοντό τε (sc. πέτραι) κραιπνότεραι ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες (P. 4.209) σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4.

Greek Monolingual

κραιπνός, -ή, -όν (Α)
1. ορμητικός, ταχύς, γρήγορος («ποσὶ κραιπνοῖσι πεποιθώς», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. αυτός που επέρχεται γρήγορα, οξύς («κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος», Ομ. Ιλ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κραιπνά
ορμητικά, γρήγορα («κραιπνά... διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
κραιπνῶς (Α)
ταχέως, ορμητικά («ποσὶ κραιπνῶς θέομεν» Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. μσν. κραιπνοσύνη.
ΣΥΝΘ. αρχ. κραιπνόσυτος, κραιπνοφόρος
μσν.
κραιπνοβάτις, κραιπνοπόρος.

Greek Monotonic

κραιπνός: -ή, -όν,
I. ταχύς, ορμητικός, λέγεται για δυνατούς ανέμους, σε Όμηρ.· λέγεται για τα γρήγορα πόδια, στον ίδ.· μεταφ., βιαστικός, ορμητικός, παράτολμος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. επίρρ., γρήγορα, βιαστικά, εσπευσμένα, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. πληθ. ως επίρρ., στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κραιπνός: -ή, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.), ὡς τὸ καρπάλιμος, ταχύς, ὁρμητικός, Βορέης, θύελλαι Ὀδ. Ε. 385., Ζ, 171· πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι Ἰλ. Π 671, 681· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ποσσὶ κραιπνοῖσι Ψ. 749 κτλ.· οὕτω, κραιπνῷ ποδὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 95· κρ. βέλος Πινδ. Π. 4. 161· πέτραι κραιπνότεραι, ἢ ἀνέμων στίχες, ἐπὶ τῶν Συμπληγάδων, αὐτόθι 372· ― μεταφ., σπεύδων, ὁρμητικός, ταχύς, ὀξύς, κραιπνότερος νόος, ἐπὶ νέου ἀνδρός, Ἰλ. Ψ. 590. ΙΙ. Ἐπίρρ. κραιπνῶς ἀνόρουσε Κ. 162· προσεβήσετο Ξ. 292· μεμαυῖα Ο. 83· θέομεν Ὀδ. Θ. 247· ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., κραιπνὰ ποσὶ προβιβὰς Ρ. 27· κρ. διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι Ἰλ. Ε. 223, κτλ. (Ἐκ τῆς √ΚΑΡΠ, ΚΡΑΠ παράγονται καὶ αἱ λ. καρπάλιμος, κραιπάλη, καὶ πιθ. κάλπη· πρβλ. Σλαυ. krep-uku (fortis)· Λιθ. kraip-yti (τρωπάομαι)· Γοτθ. hlaup-a (ἀναπηδάω), πρβλ. τὸ Σκωτ. loup· Ἀρχ Γερμ. hlouf-u (laufe).)

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: swift, rushing (Il.; cf. Treu Von Homer zur Lyrik 6f.).
Compounds: κραιπνό-συτος, -φόρος swiftly rushing, -leading (A.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. Earlier (e.g. Curtius 143 a. 525) connected with καρπάλιμος; the phonetic interpretation (Solmsen KZ 30, 602) is hardly convincing, s. Schwyzer 274. - Older explanations in Bq. Cf. on κραιπάλη. Could it represent *krapy-n- (cf. on ἐξαίφνης - ἐξαπίνης)?

Middle Liddell


I. rapid, rushing, of strong winds, Hom.; of swift feet, Hom.:—metaph. hasty, rash, Il.
II. adv., quickly, hastily, Hom.; also neut. pl. as adv., Hom.

Frisk Etymology German

κραιπνός: {kraipnós}
Meaning: reißend, heftig, schnell (ep. poet. seit Il.; vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 6f.);
Composita: κραιπνόσυτος, -φόρος ‘schnell dahineilend, -führend' (A.).
Etymology: Unerklärt. Früher (z.B. Curtius 143 u. 525) mit καρπάλιμος verbunden; die dafür gegebene lautliche Begründung (Solmsen KZ 30, 602) ist kaum stichhaltig, s. Schwyzer 274. — Ältere Lit. mit verfehlten Deutungsvorschlägen bei Bq.
Page 2,4

English (Woodhouse)

quick

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὁρμητικός). Ἔχει σχέση με τά: κραιπάλη (=μεθύσι), καρπάλιμος (=γρήγορος).