δαιδάλεος

From LSJ
Revision as of 11:13, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιδᾰ́λεος Medium diacritics: δαιδάλεος Low diacritics: δαιδάλεος Capitals: ΔΑΙΔΑΛΕΟΣ
Transliteration A: daidáleos Transliteration B: daidaleos Transliteration C: daidaleos Beta Code: daida/leos

English (LSJ)

[ᾰ] (not -έος, Hdn.Gr.1.114), α, ον: (δαιδάλλω):—
A cunningly wrought or curiously wrought, in Hom. always of metal or wood, ζωστήρ, θώρηξ, σάκος, θρόνος, Il.4.135, 8.195, 19.380, Od.1.131; λάρναξ Simon.37.1, B.5.140; also of embroidery, Hes.Th.575, E.Hec. 470 (lyr.), Theopomp.Com.33.
2 of natural objects, dappled, spotted, etc., of fish, Alex.17; of deer, Nonn. D. 5.391; shot with light, sheeny, Opp.C.1.218.
II cunning, χείρ Pl.Epigr.22: Ἥφαιστος AP9.755.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 trabajado artísticamente o con esmero gener. de objetos de metal o madera ζωστήρ Il.4.135, κόρυς Il.18.612, cf. 8.195, Hes.Sc.137, φόρμιγξ Il.9.187, Pi.P.4.296, ἅρματα Il.17.448, cf. Pi.Fr.106.7, θρόνος Od.1.131, 10.315, cf. Q.S.2.464, 7.198, σάκος Il.19.380, Hes.Sc.334, λάρναξ Simon.38.2, B.5.140, ἀσπίς Blemyom.3
p. ext. fig. de una formación en testudo Opp.C.1.218
tb. de bordados καλύπτρα Hes.Th.575, ἀνθόκροκοι πῆναι E.Hec.470, χιτών Theopomp.Com.34, Musae.340
de anim. moteado ἔλαφος Nonn.D.5.391, peces, Alex.17
de los astros, Orph.Fr.238.7.
2 que trabaja artísticamente χείρ Pl.Epigr.19, Ἥφαιστος AP 9.755.

German (Pape)

[Seite 513] (den Accent bemerkt Hdn. Περὶ μον. λέξ. p. 4, 7 und 12; von δα'Ω; zunächst entstanden aus δαιδάλειος, welches Adjectiv von δαιδαλεύ'Σ ist, einer Nebenform zu δαίδαλος; δαιδάλεος = δαίδαλος, das Adjectiv Homerisch anstatt des Substantivs, wie παρθενική = παρθένος); auch 2 End.; Ep. ad. 275 (IX, 755); künstlich gearbeitet, kunstreich; ζωστήρ Il. 4, 135; ἔντεα 6, 418; θώρηξ 8, 195; σάκος 19, 380; κόρυς 18, 612; φόρμιγξ 9, 187 (wie Pind. P. 4, 296); χηλός 16, 222; ἅρματα 17, 448; οὔατα τρίποδος 18, 379; θρόνος Od. 10, 315, wie auch 1, 131 zu erklären, wo λῖτα nicht damit zu verbinden; von kunstvoller Arbeit in Metall u. Holz auch bei folgdn D. Von Weberarbeiten oder Stickereien, καλύπτρη Hes. Th. 575; πῆναι Eur. Hec. 470; übh. bunt, ἔλαφος Nonn. D. 5, 391; vgl. Alexis Ath. VII, 301 a. – Auch von der Hand des Künstlers, χείρ Plat. ep. 15 (IX, 826); vgl. τέχνη Ep. ad. 275 (IX, 755).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
artistement travaillé.
Étymologie: δαίδαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιδάλεος -α -ον [δαίδαλος] kunstig bewerkt, versierd.

Russian (Dvoretsky)

δαιδάλεος: редко 2 (ᾰλ)
1 искусно сделанный, мастерски исполненный, художественный, замечательной работы (ζωστήρ, θώρηξ Hom.; φόρμιγξ Hom., Pind.; κυνέη Hes.; πῆναι Eur.);
2 искусный, умелый (Ἣφαιστος, χείρ Anth.).

English (Autenrieth)

(root δαλ): cunningly or skilfully wrought or decorated.

English (Slater)

δαιδᾰλεος
1 cleverly made δαιδαλέαν φόρμιγγα (P. 4.296) ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α δαιδάλεος, -α, -ον και δαιδάλεος, -ον)
ο δουλεμένος περίτεχνα (α. «στέκουν τα πρόβατα οπού το μάτι για δαιδάλεα τα παίρνει από μακριά», Σολωμ.
β. «διὰ μὲν ἄρ' ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο», Ιλιάδ.)
αρχ.
1. (για ζώα) ποικιλόχρωμος, κατάστικτος
2. (για τεχνίτες) επινοητικὸς, επιδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ονοματικός τ. του δαίδαλος με επίθημα -αλεος (πρβλ. αμυγδάλεος, υάλεος κ.ά.), που πιθ. σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

δαιδάλεος: -α, -ον,
I. τεχνικά επεξεργασμένος, ο επιτηδευμένος, περίτεχνα δουλεμένος, περίτεχνος, πολυποίκιλος, έντεχνος, λεπτοδουλεμένος, επιδέξιος, λέγεται για επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου, σε Όμηρ.· λέγεται για την κεντητική τέχνη, σε Ησίοδ., Ευρ.
II. επιδέξιος, λέγεται για τη δεξιότητα του τεχνίτη, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

δαιδάλεος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἀνθ. Π. 9. 755 (δαιδάλλω)· ὡς τό δαίδαλος, τεχνικῶς εἰργασμένος, πεποικιλμένος, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ μετάλλου ἢ ξύλου, ζωστήρ, θώρηξ, σάκος, θρόνος, κτλ.· οὐδέποτε ἐπὶ κεντημάτων, οὐδὲ ἐν Ὀδ. Α. 131 (διότι ἐκεῖ ἀνήκει εἰς τὸ θρόνον, οὐχὶ εἰς τὸ λῖτα), Βακχυλ. 5, 140 (Blass)· -ἀλλὰ κεῖται ἐπὶ τοιαύτης σημασίας παρ’ Ἡσ. Θ. 575, Εὐρ. Ἑκ. 470, Θεοπόμπ. Κωμ. Ὀδυσσ. 2. 2) ἐπὶ φυσικῶν ἀντικειμένων, ποικίλος, κατάστικτος, κτλ., ἐπὶ ἰχθύος, Ἄλεξ. Ἀπεγλ. 3· ἐπὶ ἐλάφου, Νόνν. ΙΙ. εὐφυής, ἐπιδέξιος, ἐπὶ τῆς χειρὸς ἢ τῆς ἐμπειρίας καὶ τέχνης τοῦ τεχνίτου, Ἀνθ. Π. 9. 755, 826. Πρβλ. δαίδαλος.

Middle Liddell

I. cunningly or curiously wrought, of work in metal or wood, Hom.; of embroidery, Hes., Eur.
II. cunning, of the artificer's skill, Anth.