ἑτεροιόω

From LSJ
Revision as of 13:18, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροιόω Medium diacritics: ἑτεροιόω Low diacritics: ετεροιόω Capitals: ΕΤΕΡΟΙΟΩ
Transliteration A: heteroióō Transliteration B: heteroioō Transliteration C: eteroioo Beta Code: e(teroio/w

English (LSJ)

A make of different kind, alter, Hp.Acut.37, Plu.2.559c; ἐς τοιήνδε ἕξιν τὸν ἄνθρωπον Aret.SD2.1:—Pass., Hdt.2.142, 7.225, Hp.VM14, Fract.15, Ph.2.93; τὸ ἑτεροιούμενον τῆς πτώσεως A.D.Synt.96.4.
II Pass., ἑτεροιοῦμαι to be differentiated, Dam.Pr.220.

German (Pape)

[Seite 1048] anders machen, verwandeln, verändern, im pass. sich ändern, Her. 2, 142. 7, 225; Hippocr. u. Sp.; – περὶ ἑτεροιουμένων schrieb Nic., Anton. Lib. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre différent, changer ; Pass. être changé ou être altéré.
Étymologie: ἑτεροῖος.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροιόω: делать иным, изменять (τὰ πάντα Plut.); pass. меняться Arst.: ἐνθεῦτεν ἑτεροιοῦτο τὸ νεῖκος Her. тогда сражение приняло другой оборот.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροιόω: ἀλλοιόω, μεταβάλλω, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Πλούτ. 2. 559C· εἴς τι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2. 1: - Παθ., μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, Ἡρόδ. 2. 142, 7. 225, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, π. Ἀγμ. 762.

Greek Monotonic

ἑτεροιόω: μέλ. -ώσω, αλλοιώνω, μεταβάλλω — Παθ., μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, μεταλλάσσομαι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἑτεροιόω, fut. -ώσω [from ἑτεροῖος
to make of different kind:—Pass. to be changed or altered, to alter, Hdt.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ἀλλοιώνω, ἀλλάζω). Ἀπό τό ἑτεροῖος (=διαφορετικός), πού προέρχεται ἀπό τό ἕτερος.
Παράγωγα: ἑτεροιότης, ἑτεροίωσις (=μεταβολή), ἑτεροιωτικός.