καλλίπαις

From LSJ
Revision as of 20:41, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίπαις Medium diacritics: καλλίπαις Low diacritics: καλλίπαις Capitals: ΚΑΛΛΙΠΑΙΣ
Transliteration A: kallípais Transliteration B: kallipais Transliteration C: kallipais Beta Code: kalli/pais

English (LSJ)

[ῐ], παιδος, ὁ, ἡ,
A with beautiful children, blessed with fair children, Λητώ Trag.Adesp.178; κ. πότμος A.Ag.762 (lyr.); κ. στέφανος E.HF839: also in Prose, Pl.Phdr.261a, Arist. ap. Ael.VH1.14, Aristid.Or.17(15).20.
II beautiful child, Περσέφασσα κ. θεά E.Or. 964 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1310] παιδος, mit schönen Kindern; οἴκων εὐθυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί Aesch. Ag. 740; καλλίπαις στέφανος, der Kranz schöner Kinder, Eur. Herc. Fur. 839; bei Plat. Phaedr. 261 a heißt Phädrus so, als Vater schöner Reden; – Νερτέρων καλλίπαις θεά, schönes Kind, Eur. Or. 962.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
qui a de beaux enfants.
Étymologie: καλός, παῖς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίπαις -παιδος [καλός, παῖς] met mooie kinderen; overdr.:; καλλίπαιδα... Φαῖδρον Phaedrus met zijn mooie “kinderen” (redevoeringen) Plat. Phaedr. 261a; bestaand uit mooie kinderen:. κ. στέφανος krans van mooie kinderen Eur. HF 839. mooi kind:. ἁ... νερτέρων καλλίπαις ἄνασσα de fraaie dochter die over de doden heerst (Persephone) Eur. Or. 964.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπαις: παιδος (λῐ) adj.
1 имеющий прекрасных детей: κ. πότμος Aesch. счастье обладания прекрасными детьми; κ. στέφανος Eur. венец, т. е. круг прекрасных детей;
2 перен. плодовитый (в речах) (Φαῖδρος Plat.);
3 прекрасный и юный: Νερτέρων κ. θεά Eur. = Περσεφόνη.

Greek Monolingual

καλλίπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραία παιδιάκαλλίπαις Λητώ»)
2. ωραίο παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -παις (< παῖς), πρβλ. αρρενόπαις, ελευθερόπαις].

Greek Monotonic

καλλίπαις: -παιδος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που έχει ωραία παιδιά, αυτός που έχει την ευτυχία της απόκτησης ευγενικών, καλών παιδιών, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. όμορφος, ευγενικός απόγονος, σε Ευρ.· βλ. καλλι-.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραῖα τέκνα, εἰ μή σε Λητὼ καλλίπαις ἐγίνατο Τραγ. παρὰ Γαλην. 11. 483· καλ. πότμος Αἰσχύλ. Ἀγ. 762· καλ. στέφανος = στέφανος τῶν παίδων, Εὐρ, Ἡρ. Μαιν. 839· ὡσαύτως παρὰ πεζολόγοις, Πλάτ. Φαῖδρ. 261Α, Ἀριστ. παρὰ Αἰλ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 1. 14, Ἀριστείδ. 1. 235. ΙΙ. ὡραῖον τέκνον, Εὐρ. Ὀρ. 964· καλλι-, ΙΙ.

Middle Liddell

καλλί-παις,
I. with beautiful children, blessed with fair children, Aesch., Eur.
II. a beautiful child, Eur.; v. καλλι- 2.

English (Woodhouse)

having fair children

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)