κούριμος
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον Agatho 3, cf. 11.3: (κουρά):—
A of, for cutting hair, σίδαρος E.Or. 966 (nisi cum κάρα jungendum).
II Pass., shorn off, χαίτη A.Ch. 180; θρίξ E.El.521, Agatho l.c.
2 shorn, κρᾶτα E.Tr.279 (lyr.); κ. σχῆμα ἀναλαμβάνειν tonsure, Plu.Pel.34.
3 as substantive, ἡ κούριμος Tragic mask for mourners, with the hair cut close, AP7.37 (Diosc.), cf. Poll.4.140.
German (Pape)
[Seite 1496] 1) zum Haar- od. Bartscheeren gehörig, abscheerend; σίδηρος, das Scheermesser, Eur. Or. 955. – 2) abgeschoren, abgeschnitten; ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός Aesch. Ch. 178, wie θρίξ Eur. El. 521; ἄρασσε κρᾶτα κούριμον Troad. 279; κούριμον σχῆμα, Ansehen eines Geschorenen, Plut. Pelop. 34. – 3) ἡ κούριμος, sc. παρθένος, eine tragische Jungfrauenmaske mit abgeschnittenem Haar, Diosc. 28 (VII, 37), vgl. Poll. 4, 138. 140, od. die abgeschnittene Locke.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 qui sert à tondre, à raser;
2 tondu, rasé.
Étymologie: κουρά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κούριμος -η -ον, f. ook -ος [κουρά] om te knippen of scheren:. σίδαρον... κούριμον het scheermes Eur. Or. 966. kortgeknipt, geschoren:. ἄρασσε κρᾶτα κούριμον sla op uw kortgeknipte hoofd Eur. Tr. 279.
Russian (Dvoretsky)
κούρῐμος:
1 служащий для стрижки или бритья (σίδηρος Eur.);
2 срезанный (χαίτη Aesch.; θρίξ Eur.);
3 лишенный волос, (о)стриженный (κρᾶτα Eur.; σχῆμα Plut.).
II ἡ (sc. παρθένος) девичья трагическая маска с коротко остриженными волосами (для исполнения роли скорбящих) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κούριμος: -η, -ον, ὡσαύτως -ος, ον, Ἀγάθων παρ’ Ἀθην. 528D· (κουρά)· ― ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κουράν, τὸ κούρευμα τῆς κόμης, σίδηρος Εὐρ. Ὀρ. 966. ΙΙ. παθ., κεκαρμένος, χαίτη Αἰσχύλ. Χο. 180· θρὶξ Εὐρ. Ἠλ. 521. 2) κουρευμένος, κρᾶτα ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 279· κ. σχῆμα ἀναλαμβάνειν Πλουτ. Πελοπ. 34. 3) ὡς οὐσιαστ., ἡ κούριμος, τραγικὸν προσωπεῖον πρὸς παράστασιν πενθοῦντος προσώπου ἔχον τὴν κόμην κεκαρμένην, λίαν βραχεῖαν, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 37, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 138, 140.
Greek Monolingual
κούριμος, -ίμη, -ον (ΑM, Α θηλ. και -ος)
αυτός που έχει αποκοπεί με κούρεμα, κομμένος («ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην κουρά, στο κούρεμα («σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῖσα κούριμον», Ευρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κούριμος (ενν. παρθένος)
τραγικό προσωπείο κόρης με κουρεμένη κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βάσιμος, πόσιμος)].
Greek Monotonic
κούριμος: -η, -ον (κουρά),
I. αυτός που αναφέρεται στο κόψιμο των μαλλιών, σε Ευρ.
II. 1. Παθ., είμαι κουρευμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. κομμένος, κρᾶτα, σε Ευρ.
Middle Liddell
κούριμος, η, ον κουρά
I. of, for cutting hair, Eur.
II. pass. shorn off, Aesch., Eur.
2. shorn, κρᾶτα Eur.