διατομή

From LSJ
Revision as of 07:23, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατομή Medium diacritics: διατομή Low diacritics: διατομή Capitals: ΔΙΑΤΟΜΗ
Transliteration A: diatomḗ Transliteration B: diatomē Transliteration C: diatomi Beta Code: diatomh/

English (LSJ)

ἡ,
A cutting through, severance, A.Th.934 (lyr., pl., dub.), Ael.NA13.20.
II sharp edge, ὀδόντων ib.1.31.
III hole, perforation, in a pipe, D.S.2.10.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 acción y efecto de cortar en dos, corte, tajo πανώλεθροι διατομαῖσ<ιν> οὐ φίλαις del todo aniquilados con tajos no de amigo A.Th.934, ἡ τοῦ νωτιαίου δ. la disección de la médula espinal Gal.2.689.
2 canal, conducto o galería excavada φαίνεται διατομή, ᾗ διέτεμε τὸν Ἄθω es visible el canal mediante el cual cortó el Atos Ael.NA 13.20
abertura en una galería para que entre luz, D.S.2.10.
3 filo agudo ὀδόντων Ael.NA 1.31.
4 fig. separación τῶν δέκα φυλῶν διατετμημένων ἀπὸ τῶν λοιπῶν δύο Origenes Io.13.13.

German (Pape)

[Seite 607] ἡ, der Durchschnitt, Ael. N. A. 13, 20; – Trennung, Zwiespalt, Aesch. Spt. 935, plur.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 séparation, division;
2 le tranchant (des dents).
Étymologie: διατέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατομή -ῆς, ἡ [διατέμνω] scheiding.

Russian (Dvoretsky)

διατομή:разделение, раскол, раздор (Aesch. - v.l. διανομή и διαρταμή).

Greek Monolingual

η (AM διατομή) διατέμνω
η διαίρεση στα δύο, διαχωρισμός, διχοτόμηση
νεοελλ.
φρ.
1. «διατομή μυός, πτώματος κ.λπ.» — το να ανοιχθεί με χειρουργικό εργαλείο από το ένα άκρο ώς το άλλο
2. «διατομή θυρεού» — διαίρεση του θυρεού σε μέρη με γραμμή
3. «ενεργός διατομή» — η επιφάνεια που παρουσιάζει ο πυρήνας του ατόμου όταν βομβαρδίζεται με σωμάτια
4. «επίπεδη ή εγκάρσια διατομή» — διατομή σώματος κάθετη προς νοητό άξονα
αρχ.
1. κοφτερή άκρη, κόψη
2. οπή, διάτρηση, άνοιγμα.

Greek Monotonic

διατομή: ἡ (διατέμνω), διαχωρισμός, διαίρεση, διχόνοια, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

διατομή: ἡ, τὸ κόπτειν διὰ μέσου, διαχωρισμός, διαίρεσις, Αἰλ. π. Ζ. 13. 30· ― ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 935, ὁ Ahrens, προτείνει τὴν γραφὴν διαρταμαῖς χάριν τοῦ μέτρου. ΙΙ. δύναμις τοῦ κόπτειν, ἀκμή, κόψις, ὀδόντων Αἰλ. π. Ζ. 1. 31.

Middle Liddell

διατομή, ἡ, n διατέμνω
a severance, Aesch.