extraño
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Spanish > Greek
ἄγνωστος, ἀεικής, ἀήθης, ἀϊκής, αἰλότριος, ἀλλογενής, ἀλλογνώς, ἀλλόγνωτος, ἀλλοδαπός, ἀλλόθροος, ἀλλόθρους, ἀλλόκοτος, ἀλλοτέρμων, ἀλλότερρος, ἀλλότριος, ἀλλόττριος, ἀλλόφυλος, ἀλλόχρως, ἀνάρσιος, ἀπάτητος, ἀπόμορφος, ἀπεξενωμένος, ἀπρόσφυλος, ἄσκοπος, ἀσυμφυής, ἀσύνηθες, ἀσυνήθης, ἀσύντακτος, ἀτοπία, ἄτοπος, δεινός, εἰσαγώγιμος, ἐκστρανήιος, ἐκτόπιος, ἔκτοπος, ἐκτράπελος, ἔκφυλος, ἔξαλλος, ἔξεδρος, ἐξηλλαγμένος, ἑτεροῖος, θαυμάσιος, θαυμαστός, θαυματός, θωμάσιος, θωϋμάσιος, καινός, κατόχιμος, νέος, ξεῖνος, ξενικός, ξέννος, ξένος, ὀθνεῖος, παράδοξος, παράλογος, παράξενος, παράτροπος, περισσός, περιττός, τηλεδαπός