ἐπιμίσγω

From LSJ
Revision as of 15:18, 16 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Rath" to "Rat")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμίσγω Medium diacritics: ἐπιμίσγω Low diacritics: επιμίσγω Capitals: ΕΠΙΜΙΣΓΩ
Transliteration A: epimísgō Transliteration B: epimisgō Transliteration C: epimisgo Beta Code: e)pimi/sgw

English (LSJ)

older poet. and Ion. form (found also in PRev.Laws 28.17 (iii B.C.)) of ἐπιμείγνυμι, intr.,
A have intercourse, παρ' ἀλλήλους Th. 1.13.
II. mostly Pass., in Il. always in hostile sense, αἰεὶ μὲν Τρώεσσ' ἐπιμίσγομαι I have always to be dealing with the Trojans, am always clashing with them, Il.10.548; ἂψ -ομένων as the fight was joined again, 5.505; in Od. of peaceful relations, commerce, etc., οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος Od.6.205, cf. 241; so in Prose, have dealings with, Αἰγύπτῳ, τῇ Ἑλλάδι, Hdt.2.104, cf. 151; ἀλλήλοις X.Ath.2.7; πρὸς ἀλλήλους Arist.Pol.1327a39; ἐ. ἐς τὴν ξυμμαχίαν πρός τινας Foed. ap. Th.4.118: abs., Hdt.1.185; ἐ. μηδετέρωσε Foed. ap. Th.l.c.; of sexual intercourse, Vett.Val.75.13.
2. of place, οὐδέ ποτ' ἐς βουλὴν ἐπιμίσγεται οὐδ' ἐπὶ δαῖτας Hes.Th.802: later c. acc. loci, draw nigh to a place, Call.Jov.13.
III. Med., cross, in breeding, Ἀρκάδας Ἠλείοις Opp.C.1.395.

German (Pape)

[Seite 963] p. = ἐπιμίγνυμι, bei Hom. nur med., Gemeinschaft, Verkehr mit Einem haben, in der Il. stets im feindlichen Sinne, αἰεὶ Τρώεσσιν ἐπιμίσγομαι, immer gerathe ich mit den Troern zusammen, werde mit ihnen handgemein, 10, 548, vgl. 5, 505; vom friedlichen Verkehr, οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος, kommt zu uns, Od. 6, 205; auch τινά, zu Einem kommen, Callim. Iov. 11; mit praepos., οὐδέ ποτ' ἐς βουλὴν ἐπιμίσγεται, οὐδ' ἐπὶ δαῖτα, er kommt weder in den Rat noch zum Mahle, Hes. Th. 802; in Prosa Her., ἐπιμισγόμενοι τῇ Έλλάδι 2, 104, absol. 1, 185; Xen. ἐπιμισγόμενοι ἀλλήλοις, Resp. Ath. 2, 7; Thuc., der sowohl act. παρ' ἀλλήλους ἐπιμισγόντων 1, 13 sagt, als med. μὴ ἐπιμισγομένους ἐς τὴν ξυμμαχίαν μήτε ἡμᾶς πρὸς αὐτούς, μήτε αὐτοὺς πρὸς ἡμᾶς 4, 118.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
avoir des relations : πρὸς ἀλλήλους THC les uns avec les autres;
Moy. ἐπιμίσγομαι seul. prés.
1 se mêler à, avoir des relations (d'amitié, de commerce, etc.);
2 en venir aux mains avec : Τρώεσσιν IL avec les Troyens.
Étymologie: ἐπί, μίσγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμίσγω: (= ἐπιμίγνυμι) преимущ. med.
1 иметь сношения, вступать в общение, общаться (παρ᾽ ἀλλήλους Thuc.; med.: ἀλλήλοις Xen.; πρὸς ἀλλήλους Arst.): ἐπιμίσγεσθαι τῇ Ἑλλάδι Her. вращаться в греческом обществе; ἐπιμίσγεσθαι ἐς τὴν ξυμμαχίαν πρός τινας Thuc. вступать в союз с кем-л.;
2 med. схватываться, вступать в бой (Τρώεσσιν Hom.);
3 med. принимать участие, являться, приходить (ἐς βουλήν и ἐπὶ δαῖτα Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμίσγω: παλαιότερος ποιητ. καὶ Ἰων. τύπος τοῦ ἐπιμίγνυμι, ἀμεταβ., ἔχω συγκοινωνίαν ἢ σχέσεις, παρ’ ἀλλήλους Θουκ. 1. 13. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Παθ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας· ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, αἰεὶ μὲν Τρώεσσ’ ἐπιμίσγομαι, ἀναγκάζομαι πάντοτε νὰ «ἔχω νὰ κάμω» μὲ τοὺς Τρῶας, πάντοτε συγκρούομαι πρὸς αὐτούς, «ἐν τῇ μάχῃ σύνειμι» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 548, πρβλ. Ε. 505· ἐν Ὀδ. ἐπὶ εἰρηνικῶν σχέσεων, ἐμπορίου, κλπ., οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος Ὀδ. Ζ. 205, πρβλ. 241, καὶ ἴδε ἐν λ. εἴρη· ὡσαύτως ἐπὶ τόπου, οὐδέ ποτ’ ἐς βουλὴν ἐπιμίσγεται, οὐδ’ ἐπὶ \@αῖτα Ἡσ. Θ. 802· μεταγεν. μετ’ αἰτ. τόπου, πλησιάζω πρός τινα τόπον, προσεγγίζω, Καλλ. εἰς Δία 13: ― παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἀκριβῶς ὡς ἐν τῇ Ὀδ., ἔχω σχέσεις ἐμπορικάς, ἐπιμιξίαν μετά τινος, Αἰγύπτῳ, τῇ Ἑλλάδι Ἡρόδ. 2. 104, πρβλ. 151· ἀλλήλοις Ξεν. Ἀθην. Πολ. 2. 7· πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 6, 5· ἐπ. ἐς τὴν ξυμμαχίαν πρός τινας Θουκ. 4. 118· ἀπολ., ἔρχομαι εἰς κοινωνικὰς σχέσεις, Ἡρόδ. 1. 185, Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ἐπιμίσγω (Α)
1. επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», Θουκ.)
2. έρχομαι σε σαρκική επαφή
3. (για τόπο) πλησιάζωοὐδέ ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῖτας», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίσγω, παράλλ. αρχαιότερος τ. του μίγνυμι.

Greek Monotonic

ἐπιμίσγω: αρχ. τύπος του ἐπιμίγνυμι, αμτβ., έχω συναλλαγή ή εμπορικές σχέσεις με, παρ'ἀλλήλους, σε Θουκ.· ομοίως και Παθ. με την ίδια σημασία, με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· αἰεὶ Τρώεσσ' ἐπιμίσγομαι, αναγκάζομαι πάντοτε να έχω σχέση με τους Τρώες, πάντα βρίσκομαι σε σύγκρουση με αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., έρχομαι σε κοινωνικές σχέσεις, συναναστρέφομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.