χορευτής

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορευτής Medium diacritics: χορευτής Low diacritics: χορευτής Capitals: ΧΟΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: choreutḗs Transliteration B: choreutēs Transliteration C: choreftis Beta Code: xoreuth/s

English (LSJ)

χορευτοῦ, ὁ,
A choral dancer, Pi.P.12.27, Ar.Ach.443, Pl.R. 373b, etc.; τῶν χ. ἐξάγειν τινά And.4.20; τὰ ἐπινίκια ἔθυεν αὐτός τε καὶ οἱ χ. Pl.Smp. 173a: metaph., [θεοῦ] χ. the devoted follower of a god, Id.Phdr.252d; of a philosopher, οἱ Πυθαγόρου καὶ Πλάτωνος καὶ Ἀριστοτέλους χ. Jul.Or.6.197d: generally, pupil, Lib.Or.54.38.
II epithet of Pan, Pi.Fr.99; of Dionysus, Orph. Εὐχή 9.
2 used of dolphins, from their movements, Anacreont.55.24; of cicadae, Ael.NA1.20.

German (Pape)

[Seite 1365] ὁ, der Reigentänzer, Chortänzer, Pind. P. 12, 27; übh. Einer aus dem Chore, Plat. Phaedr. 252 d; τὰ ἐπινίκια ἔθυσε αὐτός τε καὶ οἱ χορευταί Conv. 173 a; neben ῥαψῳδοί u. ὑποκριταί als ὑπηρέται τῶν ποιητῶν genannt, Rep. II, 373 b.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
danseur, celui qui figure dans un chœur, choriste, choreute.
Étymologie: χορεύω.

Russian (Dvoretsky)

χορευτής: οῦ ὁ хоревт, участник хороводной пляски Pind., Arph., Plut.: χ. τοῦ θεοῦ Plat. участник хоровода в честь божества.

Greek (Liddell-Scott)

χορευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀποτελῶν μέλος θεατρικοῦ χοροῦ, ὁ χορεύων ἐν χορείᾳ, εἷς ἐκ τοῦ χοροῦ, Πινδ. Π. 12. 48, Ἀριστοφ. Ἀχ. 443, Πλάτ. κλπ.· τῶν χορευτῶν ἐξάγειν τινὰ Ἀνδοκ. 31. 37· τὰ ἐπινίκια ἔθυεν αὐτός τε καὶ οἱ χορευταὶ Πλάτ. Συμπ. 173Α· μεταφορ., θεοῦ χ., ἀφωσιωμένος ὀπαδὸς θεοῦ τινος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 252D· - ὡς ἐπώνυμον τοῦ Πανός, Πινδ. Ἀποσπ. 67· τοῦ Διονύσου, Ὀρφ. Ὕμν. Προοίμ. 9· οἱ δελφῖνες καλοῦνται οὕτως ὡς ἐκ τῶν κινήσεών των, Ἀνακρεόντ. 59. 24. ὡσαύτως οἱ τέττιγες, Αἰλ. περὶ Ζῴων 1. 20.

Greek Monolingual

ο, θηλ. χορεύτρια, ΝΜΑ, και χορεύτρα Ν, και χορευτρία Α χορεύω
1. (γενικά) άτομο που χορεύει
2. πρόσωπο που μετέχει σε χορό δράματος («ὅτε τῇ πρώτῃ τραγῳδίᾳ ἐνίκησεν Ἀγάθων, τῇ ὑστεραίᾳ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν αὐτός τε καὶ οἱ χορευταί», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. καλλιτέχνης που ασχολείται επαγγελματικά με τον χορό
2. άτομο επιδέξιο στον χορό, χορευταράς
3. παροιμ. «άρεσέ της ο χορός, ήβρε κι άντρα χορευτή» — λέγεται όταν κάποιος έχει ένα πάθος το οποίο ενισχύεται από άλλους ή από τις περιστάσεις
μσν.-αρχ.
(για ζώο) αυτός που αναπηδά («ὑπὲρ ἀργύρῳ δ' ὀχοῦνται ἐπὶ δελφῑσι χορευταῖς», Ανακρεόντ.)
αρχ.
1. ως κύριο όν. Χορευτής
προσωνυμία του Διονύσου και του Πανός
2. φρ. «θεοῦ χορευτής» — αφοσιωμένος οπαδός ενός θεού (Πλάτ.).

Greek Monotonic

χορευτής: -οῦ, ὁ (χορεύω), χορευτής σε χορό, σε Πίνδ., Αριστοφ.· μεταφ., Θεοῦχορευτής, ακόλουθος του Θεού, σε Πλάτ.

Middle Liddell

χορευτής, οῦ, ὁ, χορεύω
a choral dancer, Pind., Ar.: —metaph., θεοῦ χ. the follower of a god, Plat.

English (Woodhouse)

member of the chorus

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Afrikaans: danser; Albanian: valltar, kërcimtar; Arabic: رَاقِص‎, رَاقِصَة‎; Egyptian Arabic: رقاص‎; Armenian: պարող; Assamese: নর্তকী; Asturian: baillador, baillarín; Azerbaijani: rəqqas; Bashkir: бейеүсе; Basque: dantzari; Belarusian: танцо́р; Bengali: নর্তকী; Bulgarian: танцьо́р, балети́ст; Burmese: ကချေသည်; Catalan: ballador, ballarí, dansador, dansaire; Chechen: хелхархо; Chickasaw: hilha'; Chinese Mandarin: 舞蹈家, 舞蹈演員, 舞蹈演员, 跳舞者; Min Nan: 舞蹈家; Czech: tanečník, tanečnice; Danish: danser; Dutch: danser; Esperanto: dancisto, virdancisto; Estonian: tantsija; Faroese: dansari; Finnish: tanssija; French: danseur; Galician: bailador, bailarín, danzarín; Georgian: მოცეკვავე; German: Tänzer; Greek: χορευτής; Ancient Greek: ἀρράβαξ, βητάρμων, βυλλίχης, μολπαστής, ὀρχηστήρ, ὀρχηστής, ὀρχηστρίς, παίκτειρα, παίκτης, πηδητής, χορευτής; Hebrew: רקדן \ רַקְדָן‎; Hindi: नृत्यनर्तक; Hungarian: táncos; Icelandic: dansari; Ido: dansanto, dansantulo, dansero, danserulo, dansisto, dansistulo; Indonesian: penari; Irish: rinceoir, damhsóir; Italian: ballerino, danzatore; Japanese: ダンサー, 舞踊家; Kalmyk: биич; Kannada: ಪಾಣ; Kapampangan: talaterak; Kazakh: биші, билеуші; Khmer: អ្នករាំ; Korean: 춤꾼; Kyrgyz: бийчи киши, бийчи; Lao: ນັກເຕັ້ນລຳ; Latin: saltator, histrio, ludius; Latvian: dejotājs; Lithuanian: šokėjas; Luxembourgish: Dänzer; Macedonian: танчер; Malay: penari; Malayalam: തുളളിച്ചാടുന്നവൻ; Maori: kaikanikani; Mongolian: бүжигчин; Norwegian Bokmål: danser; Nynorsk: dansar; Occitan: dançaire; Old English: hlēapere, hoppere, tumbere; Oriya: ନର୍ତ୍ତକ; Persian: رقاص‎; Polish: tancerz, tancerka; Portuguese: bailarino, dançarino; Quechua: tusuq; Romanian: dansator; Russian: танцо́р, танцо́вщик, балеру́н; плясу́н; Saanich: SJELW̱EṈ; Scottish Gaelic: dannsair; Serbo-Croatian: plèsāč; Slovak: tanečník, tanečnica; Slovene: plesalec; Spanish: bailarín, bailador; Swedish: dansare; Tagalog: mananayaw; Tajik: раққос; Tamil: நடனக்காரர்; Taos: tò’óna; Tatar: биюче; Telugu: నర్తకి; Thai: นักเต้น, หางเครื่อง; Turkish: dansçı; Turkmen: tansçy; Ukrainian: танцюри́ст; Uzbek: tansachi, raqqos; Vietnamese: người nhảy, người múa, người khiêu vũ, vũ công; Volapük: danüdan, hidanüdan; Welsh: dawnsiwr, dawnswr; Yiddish: טענצער‎