πρόμος
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ὁ, (πρό) foremost man, in Hom. always = πρόμαχος, Il.15.293, Od.11.493, al.; π. ἀνήρ Il.5.533; π. τινί opposed to another in the front rank, 7.75, 116, 22.85: later, generally, chief, A.Ag.200 (lyr.), 410 (lyr.); Ἀχαιῶν.. πρόμοι Id.Eu.399; γᾶς πρόμοι S.OC884 (lyr.); στρατιῆς π. AP7.233 (Apollonid.); Ἀθηναίων E.Tr.31; τῶν Πανελλήνων πρόμῳ Κίμωνι prob. in Cratin.1; πάντων θεῶν θεὸς π., of the sun, S.OT660 (lyr.), cf. Epigr.Gr.361 (Phrygia); ἰατρῶν π. prob. ib.352 (Claudiopolis). The forms πρόμνος, A.Supp.904 (lyr.), and πράμος, Ar.Th.50, are corrupt.
German (Pape)
[Seite 735] ὁ, der Vorderste; bei Hom. = πρόμαχος, Vorkämpfer, τινί, Jemandem als Vorkämpfer gegenüberstehend, Il. 7, 75. 116; πρόμος ἀνήρ, 5, 533; übh. der Erste, Vorsteher, Anführer, Aesch. Ag. 193; Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι, Eum. 377; ἰὼ γᾶς πρόμοι, Soph. O. C. 888; Helios heißt ὁ πάντων θεῶν θεὸς πρόμος, O. R. 661, Ἀθηναίων Θησεῖδαι πρόμοι, Eur. Troad. 31, u. öfter; sp. D.: ἑτάρων πρόμος ἵστατο, er stellte sich seinen Gefährten voran, Ap. Rh. 2, 21; στρατίης πρόμος, Apollnds. 12 (VII, 233).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui est au premier rang, qui combat au premier rang contre, τινι;
2 qui est le premier ; ὁ πρόμος, chef.
Étymologie: πρό.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόμος -ου, ὁ [~ πρό? ~ πρόμαχος?] poët., voorvechter; na Hom. alg. leider:. θεῶν πρόμον de leider van de goden Soph. OT 660; Ἀθηναίων leiders van Athene Eur. Tr. 31.
Russian (Dvoretsky)
πρόμος:
I adj. m
1 передовой, впереди стоящий (ἀνήρ Hom.);
2 первый, главный (πάντων θεῶν θεὸς π. Soph.).
II ὁ глава, предводитель, вождь (γᾶς πρόμαι Soph.; στρατιῆς π. Anth.).
English (Autenrieth)
(πρό): foremost (man), foremost fighter.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. πρόμνος και πράμος, ὁ, Α
1. ο πρώτιστος
2. (στον Όμ.) πρόμαχος («πρόμος ἵσταται ὧδε μενοινῶν», Ομ. Ιλ.)
3. (με δοτ.) αντίπαλος, αντιμέτωπος («μηδὲ πρόμος ἵστασο τούτῳ», Ομ. Ιλ.)
4. γεν. αρχηγός («Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόμος με σημ. «πρόμαχος» και κατ' επέκταση «αρχηγός, ηγέτης» κατά την επικρατέστερη άποψη αποτελεί συγκεκομμένο τ. του πρόμαχος (πρβλ. βουκόλος: βοῦκος). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για σύνθ. της πρόθεσης πρό με επίθημα -mo- δηλωτικό υπερθετικού (πρβλ. ομβρ. promom «πρώτο», αρχ. νορβ. fram «μπροστά», γοτθ. fruma). Οι τ., τέλος, πρόμνος και πράμος πρέπει να διορθωθούν σε πρόμος.
Greek Monotonic
πρόμος: ὁ (πρό), ο προηγούμενος άνθρωπος, = πρόμαχος, σε Όμηρ.· πρόμος τινί, αυτός που αντιμάχεται κάποιον στην πρώτη γραμμή, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, αρχηγός, Λατ. primus, princeps, σε Τραγ.· πάντων θεῶν θεὸς πρόμος, λέγεται για τον Ήλιο, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόμος: ὁ, (πρὸ) ὁ προηγούμενος, πρῶτος, προαγωνιστής, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε = πρόμαχος, Ἰλ. Ο. 293, Ὀδ. Λ. 493, κτλ.· πρ. ἀνὴρ Ἰλ. Ε. 533· πρ. τινί, πρόμαχος ὡς ἀντίπαλος κατά τινος, πρόμος ἔμμεναι Ἕκτορι δίῳ Ἰλ. Η. 75, 116, 136, κτλ.· ― ὕστερον καθόλου, ἀρχηγός, Λατ. primus, princeps, Αἰσχύλ. Ἀγ. 200, 410· Ἀχαιῶν... πρόμοι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 399· γᾶς πρόμοι Σοφ. Ο. Κ. 884· Ἀθηναίων Εὐρ. Τρῳ. 31· τῶν Πανελλήνων πρόμῳ Κίμωνι Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 1· οὕτως ὁ ἥλιος λέγεται, πάντων θεῶν θεὸς πρόμος Σοφ. Ο. Τ. 660, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 38831. Οἱ τύποι πρόμνος παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκέτ. 904, καὶ πράμος ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 50, εἶναι ἀμφίβολοι.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: protagonist (Hom.), commander (trag.).
Origin: IE [Indo-European] [814] *promos first
Etymology: Usually (since Corssen KZ 3, 246, Curtius a.o.) with Umbr. promom primum, Goth. OWNo. fram forward identified as old superlative of IE *pro in πρό etc. Beside it with zero grade the hapax πράμος (s.v.) like Goth. fruma first, earlier(?). -- Because in Hom. the word means only champion (Vorkämpfer) the hypothesis must be considered, that πρόμος was simply shortened from πρόμαχος (Hentze in Fick Curt. Stud. 9, 196, Schulze KZ 32, 195 = Kl. Schr. 310, Bechtel Lex. s.v., Risch $ 85); the meaning leader would be due to misunderstanding of the ep. word. -- The metr. difficult ἅπ. λεγ. πρόμνοι A. Supp. 904 (ἀγοὶ πρόμος; lyr.) may be a fault of the tradition; diff. Forssman KZ 79, 11 ff. (s. πρυμνός).
Middle Liddell
πρόμος, ὁ, [πρό]
the foremost man, = πρόμαχος, Hom.; πρ. τινί opposed to another in the front rank, Il.:— generally, a chief, Lat. primus, princeps, Trag.; πάντων θεῶν θεὸς πρόμος, of the Sun, Soph.
Frisk Etymology German
πρόμος: {prómos}
Grammar: m.
Meaning: Vorkämpfer (Hom.), Führer (Trag.).
Etymology: Gewöhnlich (seit Corssen KZ 3, 246, Curtius u.a.) mit umbr. promom primum, got. awno. fram vorwärts als alte Superlativbildung von idg. *pro in πρό usw. identifiziert. Daneben mit Schwundstufe das einmalige πράμος (s.d.) wie got. fruma erster, früherer. — Wegen der bei Hom. alleinherrschenden Bed. Vorkämpfer verdient die Hypothese Beachtung, dass πρόμος einfach aus πρόμαχος gekürzt sei (Hentze bei Fick Curt. Stud. 9, 196, Schulze KZ 32, 195 = Kl. Sehr. 310, Bechtel Lex. s.v., Risch ̨ 85) und die in der Trag. belegte Bed. Führer durch Mißverständnis des ep. Wortes entstanden. — Das metrisch unbequeme ἅπ. λεγ. πρόμνοι A. Supp. 904 (ἀγοὶ ~; lyr.) beruht wohl auf Schreibfehler; anders Forssman KZ 79, 11 ff. (s. πρυμνός).
Page 2,600