τοπάζω

From LSJ
Revision as of 22:10, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπάζω Medium diacritics: τοπάζω Low diacritics: τοπάζω Capitals: ΤΟΠΑΖΩ
Transliteration A: topázō Transliteration B: topazō Transliteration C: topazo Beta Code: topa/zw

English (LSJ)

aim at, guess, divine, τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σαφ' εἰδέναι δίχα A.Ag.1369; ἃ δὲ δόξῃ τοπάζω, ταῦτ' ἰδεῖν σαφῶς θέλω S.Fr.235; τοπάζετε Ar.V.73; τ. περί τινος Pl.Tht.155d: followed by a relat. clause, ib.151b; εἴτε... εἴτε μὴ.. Id.Chrm.159a: followed by acc. et inf., Id.Grg. 489d, Phdr.228d:—Pass., νέον τι γίνεσθαι ἐτοπάσθη D.C.78.25. (The literal sense to put in a place, given by Hsch., is not found in classical Gr.)

German (Pape)

[Seite 1129] 1) an einen Ort stellen, hinstellen, Hesych. – 2) auf einen Ort hinzielen, dah. übh. vermuten, errathen, τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σάφ' εἰδέναι δίχα, Aesch. Ag. 1342; Soph. frg. 225; Ar. Vesp. 73; τοπάζω γάρ σε ἔχειν τὸν λόγον αὐτόν, ich vermuthe, Plat. Phaedr. 228 d; φαίνεται οὐ κακῶς τοπάζειν περὶ τῆς φύσεώς σου, Theaet. 155 e; Sp.

French (Bailly abrégé)

conjecturer, chercher à comprendre ou à deviner, acc..
Étymologie: τόπος.

Russian (Dvoretsky)

τοπάζω: ставить на место, перен. нащупывать, догадываться (τι и περί τινος Plat.; τὸ τ. τοῦ σάφ᾽ εἰδέναι δίχα Aesch.): ἐπεὶ τοπάζετε Arph. так догадайтесь же (сами).

Greek (Liddell-Scott)

τοπάζω: μέλλ. -άσω, εἰκάζω, ὑπονοῶ, ὑποπτεύω, στοχάζομαι, ὑπολαμβάνω, τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σάφ’ εἰδέναι δίχα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1369· ἃ δὲ δόξῃ τοπάζω, ταῦτ’ ἰδεῖν σαφῶς θέλω Σοφ. Ἀποσπ. 225· τοπάζετε Ἀριστοφ. Σφ. 73· τ. περί τινος Πλάτ. Θεαίτ. 155D· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, αὐτόθι 151Β· εἴτε..., εἴτε μή... ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 159Α· ἑπομένης αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 489D, Φαίδρ. 228D.

Greek Monolingual

Α τόπος
1. τοποθετώ
2. υποθέτω, υπολαμβάνω, θεωρώ («τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σάφ' εἰδέναι δίχα», Αισχύλ.)
3. (με εξαρτημένη πρότ. που εισάγεται με το εἰ) υποπτεύομαι μήπως... («τοπάζειν εἴτε... εἴτε μή», Πλάτ.).

Greek Monotonic

τοπάζω: μέλ. τοπάσω (τόπος), εικάζω, υπονοώ, υποπτεύω, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Middle Liddell

τοπάζω, fut. -άσω τόπος
to aim at, guess, Aesch., Ar.

Mantoulidis Etymological

(=ὑποπτεύω, ὑποθέτω). Ἀπό τό οὐσ. τόπος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.