περιτείνω

From LSJ
Revision as of 07:41, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτείνω Medium diacritics: περιτείνω Low diacritics: περιτείνω Capitals: ΠΕΡΙΤΕΙΝΩ
Transliteration A: periteínō Transliteration B: periteinō Transliteration C: periteino Beta Code: peritei/nw

English (LSJ)

stretch all round or over, π. τούτοισι (sc. τοῖσι νομεῦσἰ διφθέρας Hdt.1.194; ὠμοβοέην π. Id.4.65; περὶ ταῦτα (sc. τὰ ξύλἀ πίλους… π. ib.73; ἐπὶ τράπεζαν ὕδατος κύαθον Arist.Mete.355b28:—Pass., δέρμα περιτεταμένον tight-stretched, Hp.Prog.2, cf. Arist.HA 548b32, al.; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης being spread round... Pl. Ti.66b, cf. Arist.Mete.354b24; ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη covered with a skin, Id.Fr.498; περιτετάσθαι τῷ κελύφει fit the pod tight, Thphr. CP4.12.11; ἡ κοιλία περιτείνεται is distended, Arist.HA591b2; οἱ ὄνυχες περιτεταμένοι εἰσίν become aduncate, Hp.Loc.Hom.14.

German (Pape)

[Seite 596] (s. τείνω), umspannen, darum, darüber spannen, τὶ περί τι, Her. 4, 73; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, Plat. Tim. 66 b; ὑμένα περιτείνουσι τῷ κόσμῳ, Plut. plac. phil. 2, 7; – nach allen Seiten oder sehr ausspannen und eine Geschwulst verursachen, Medic.

French (Bailly abrégé)

Pass. ao. περιετάθην, pf. περιτέταμαι;
tendre tout autour, acc. ; τι περί τι ou τί τινι tendre une chose autour d'une autre.
Étymologie: περί, τείνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-τείνω om... heen spannen:. δέρμα περιτεταμένον een strakgespannen huid Hp. Prog. 2.

Russian (Dvoretsky)

περιτείνω: (pass.: aor. περιετάθην, pf. περιτέταμαι) натягивать вокруг, обтягивать (διφθέρας τοῖς νομεῦσι, πίλους περὶ ξύλα Her.; ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη Arst.).

Greek Monolingual

ΜΑ τείνω
1. τεντώνω και απλώνω κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι
2. παθ. περιτείνομαι
α) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύ
β) (για νερό) εξαπλώνομαι («τοῦ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», Αριστοτ.)
γ) καλύπτομαι ολόγυρα από κάτι που είναι τεντωμένο («ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη», Αριστοτ.) δ) ιατρ. πρήζομαι, φουσκώνω
ε) προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι σφιχτά («oἱ ὄνυχες περιτεταμένοι εἰσί» — τα νύχια είναι σφιχτά προσαρμοσμένα στα άκρα, Ιπποκρ.)
3. φρ. α) «περιτείνομαι περὶ ἀέρα» — εκτείνομαι στον αέρα.

Greek Monotonic

περιτείνω: μέλ. -τενῶ, τεντώνω ολόγυρα ή πάνω από, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιτείνω: τανύω καὶ ἁπλώνω τι ὁλόγυρα ἐπάνω εἴς τι, περιτείνουσι τούτοισι (δηλ. τοῖς νομεῦσι) διφθέρας, τανύουσι περὶ αὐτούς, ἔξωθεν δέρματα (νομεῖς δὲ εἶναι αἱ πλευραὶ πλοίου), Ἡρόδ. 1. 194· ὠμοβοέην περιτείνει 4. 65· περὶ ταῦτα (δηλ. τὰ ξύλα) πίλους... π. αὐτόθι 73. ― Παθ., δέρμα περιτεταμένον, ἰσχυρῶς ἐκτεταμένον, «τεντωμένον», Ἱππ. Προγν. 36, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 9, κ. ἀλλ.,· νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, ἐκταθείσης εἰς τὸν ἀέρα.., Πλάτ. Τίμ. 66Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6 καὶ 18· ὡσαύτως, ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη, ἔχουσα περικάλυμμα ἐκ δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 456· ἡ κοιλία περιτείνεται, τεντώνεται, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27.

Middle Liddell

fut. -τενῶ
to stretch all round or over, Hdt.