αἰζηός

From LSJ
Revision as of 13:22, 3 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰζηός Medium diacritics: αἰζηός Low diacritics: αιζηός Capitals: ΑΙΖΗΟΣ
Transliteration A: aizēós Transliteration B: aizēos Transliteration C: aizios Beta Code: ai)zho/s

English (LSJ)

lengthened αἰζήϊος (q.v.), ὁ, in full bodily strength, vigorous; in Hom. as adjective, ἀνέρι… αἰζηῷ τε κρατερῷ τε Il.16.716, cf. 23.432; of a stout, lusty slave, τεσσερακονταέτης αἰζηός Hes.Op.441, cf. Th.863:—freq. as substantive, Il.2.660, Od.12.440, Call.Jov.70, A.R.4.268, Nic.Al. 176, etc.; κταμένοις ἐπ' αἰζηοῖσι καυχᾶσθαι μέγα Cratin.95.

Spanish (DGE)

-οῦ
• Alolema(s): dór. αἰζαός Hsch.; αἰζήϊος Il.17.520, Od.12.83, Hes.Sc.408
I que está en la flor de la vida, robusto, ἀνήρ Il.16.716, 23.432, Od.12.83
vigoroso pred. ὃν ... δονέων αἰζηὸς ἰάλλει volteando el cual (el disco) lo lanza vigoroso Nonn.D.37.438.
II subst. ὁ αἰζηός
1 joven vigoroso, joven gener. en plu. ἀρηϊθόων αἰζηῶν Il.8.298, cf. 2.660, 3.26, 15.66, Hes.Th.863, Call.Iou.70, Fr.551, A.R.4.268, Nic.Al.176, ὅτ' αἰζηοὶ Δημήτερα κωλοτομεῦσι cuando los jóvenes abren la tierra (con el arado o la azada), Hom.Fr.15, irón. κταμένοις ἐπ' αἰζηοῖσι καυχᾶσθαι μέγα Cratin.102
en sg. τεσσαρακονταέτης αἰ. un hombre robusto de unos cuarenta años Hes.Op.441.
2 otro n. del mediodía Hsch.l.c.
• Etimología: Cf. 1 ἄζω o quizá rel. c. chipr. ὑϝαῖς ζᾶν.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj.
qui est dans la force de l'âge, fort, robuste ; subst. homme robuste.
Étymologie: DELG origine inconnue ; étym. pop. ant. ἀεί, ζῆν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰζηός en αἰζήϊος -ον met volle lichaamskracht, volwassen; subst. ὁ αἰζηός (krachtige) man.

German (Pape)

der jugendliche, rüstige Mann, Hes. O. 441 τεσσαρακονταετὴς αἰζηός (vgl. ζάω, ζέω); Hom. oft, zweimal als adjekt. und mitten im Verse, Il. 16.716 ἀνέρι εἰσάμενος αἰζηῷ τε κρατερῷ τε, Ἀσίῳ, ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος, 23.432 δίσκου, ὅντ' αἰζηὸς ἀφῆκεν ἀνὴρ πειρώμενος ἥβης, sonst immer als subst. und Versende, κύνες μετεκίαθον ἠδ' αἰζηοί Il. 18.581, ἔργα κατήριπε κάλ' αἰζηῶν 5.92, δικαζομένων αἰζηῶν Od. 12.440, δαϊκταμένων αἰζ. Il. 21.146, 301, ἀρηιθόων αἰζ. Il. 8.298, 15.315, 20.167, διοτρεφέων αἰζ. Il. 2.660, 4.280, θαλερῶν αἰζ. Il. 14.4, 10.259, κύνες θαλεροί τ' αἰζηοί Il. 3.26, 11.414, κύνας θαλερούς τ' αἰζηούς Li. 17.282, πολέας ὀλέσαντ' αἰζηούς Il. 15.66; – Hes. Th. 863 κασσίτερος ὡς τέχνῃ, ὑπ' αἰζηῶν ὑπό τ' εὐτρήτου χοάνοιο θαλφθείς; – Ap.Rh. 4.268 προτερηγενέων αἰζηῶν.

Russian (Dvoretsky)

αἰζηός:
I и αἰζήϊος, ου adj. m полный сил, крепкий, бодрый (ἀνήρ, κύνες Hom.).
IIсилач, удалец, молодец Hom., Hes.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: unknown; strong? (Il.).
Other forms: Also αἰζήϊος; αἰζήεις (Theopomp. Col.), αἰζᾶεν εὑτραφες βλάστημα H
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Danielsson De voce αἰζηός (Upsala 1892) gives no definitive answer. The gloss suggests connection with ἀεὶ and ζῆν, which may be folk etymology (DELG). (Wrong Fur. 234: to Αἴσηπος.)

Middle Liddell

strong, lusty, vigorous, Hom. [deriv. uncertain].]

English (Autenrieth)

vigorous; with ἀνήρ, and as subst. (Od. 12.440); esp. pl., θαλεροί, ἀρηίθοοι αἰζηοί, ‘lusty,’ ‘doughty youths.’

Greek Monotonic

αἰζηός: εκτεταμ. τύπος αἰζήϊος, , δυνατός, ρωμαλέος, εύρωστος, σφριγηλός, γερός, σθεναρός, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰζηός: ἐκτεταμ. αἰζήϊος, ὁ πλήρη ἔχων τὴν σωματικὴν ῥώμην, σφριγῶν, δραστήριος, παρ’ Ὁμήρ. ἐπὶ βασιλέων καὶ πολεμιστῶν καθόλου· περὶ τοῦ ἀδελφοῦ τῆς Ἑκάβης, Ἰλ. Π. 716· περὶ ῥωμαλέου καὶ ὀργῶντος δούλου· τεσσαρακονταετὴς αἰζηός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 439· πρβλ. Θ. 863: - ὡς οὐσιαστ., πολεμιστής, Κρατῖνος ἐν «Λάκωσι», 1: - ἢ ἁπλῶς = ἀνήρ, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 268. Τὰ χωρία ταῦτα δεικνύουσιν ὅτι ἡ συνήθης ἑρμηνεία τῆς λέξεως = νέος, νεανικός, νεαρός, εἶναι ἀκατάλληλος, ἐκτὸς μέχρι τοῦ βαθμοῦ τοῦ ἐπιτρεπομένου εἰς τὰς ἀντιστοίχους Λατ. juvenis, junior (συνεκδοχικῶς δηλ.), ἴδε Γλάδστ. Ὅμ. 3, 41 κἑξ. (Ἡ παραγωγὴ τῆς λ. δὲν εἶναι εἰσέτι βεβαία· ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 615).

Frisk Etymology German

αἰζηός: {aizēós}
Forms: auch αἰζήϊος, Nebenform αἰζήεις (Theopomp. Kol.), αἰζᾶεν· εὐτραφὲς βλάστημα H.
Meaning: episches Adjektiv unbekannter Bedeutung (etwa kräftig, rüstig).
Etymology: Trotz der eingehenden Behandlung von Danielsson De voce αἰζηός quaestio etymologica (Upsala 1892) unerklärt. Andere Deutungsversuche s. Bq.
Page 1,36