διασκοπέω

From LSJ
Revision as of 11:49, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκοπέω Medium diacritics: διασκοπέω Low diacritics: διασκοπέω Capitals: ΔΙΑΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: diaskopéō Transliteration B: diaskopeō Transliteration C: diaskopeo Beta Code: diaskope/w

English (LSJ)

(cf. διασκέπτομαι), fut. διασκέψομαι: aor. διεσκεψάμην: pf.
A διέσκεμμαι Ar.Ra.836, but διεσκέφθαι in pass.sense, Id.Th.687:—look at in different ways, examine or consider well, Hdt.3.38, E.Cyc. 557, etc.; ἑξῆς δ. τὸν λόγον Pl.R. 350e, cf. Tht.168e; also δ. πρὸς ἑαυτόν Id.Chrm.160e; περὶ σφᾶς αὐτούς, περί τινος, Th.7.71, Pl.Phd. 61e; δ. περί τινος εἰ… Arist.Pol.1272a26: c. gen., τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας D.C.58.7:—Med., πρὸς τὰ ἔξω διασκοπεῖσθαι Th.6.59: impf., Pl.Plt. 259c.
II abs., look round one, keep watching, μὴ ὁρῶνται X.Cyn.9.3.

Spanish (DGE)

1 en sent. fís. mirar detenidamente, examinar con atención, inspeccionar διασκοπῶν ἥδομαι τὰς Λημνίας ἀμπέλους disfruto examinando mis viñas lemnias Ar.Pax 1161
espiar ἅπασαν ... τῶν πολεμίων τὴν δύναμιν Procop.Pers.1.15.4
abs. rebuscar, escudriñar τῷ λύχνῳ πάντῃ διασκοπῶμεν Ar.V.246, δ. σιωπῇ πανταχῇ Ar.Th.660, cf. Socr.Ep.14.6.
2 en sent. intelectual investigar, estudiar, ocuparse de en v. act. y med., c. ac. τοῦτον Pl.Ap.21c, τά τε δίκαια καὶ τὰ ἄδικα X.Mem.4.8.4, τὰ ἑξῆς διασκοπήσωμεν veamos lo que sigue Eus.PE 3.10.13, ταῦτα ἐν ἑαυτοῖς Epiph.Const.Haer.66.15.5, cf. 78.24.1, οὑτωσὶ τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.2.486, τὸ λυσιτελοῦν ἑκάστῳ SB 8028.7 (VI d.C.), cf. PMasp.321.8 (VI d.C.) en BL 4.15, ὃ νυνδὴ διεσκοπούμεθα Pl.Plt.259c, c. gen. τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας διεσκόπουν D.C.58.7.4, c. inf. διεσκεψάμεθα μέσην τινὰ τῷ πράγματι τάξιν ἐπινοῆσαι Iust.Nou.22.26 proem., c. interr. indir. περὶ σφᾶς αὐτοὺς καὶ ὅπῃ σωθήσονται διεσκόπουν se preocupaban de sí mismos y de la manera de salvarse Th.7.71, cf. 1.52, διασκοπούντων ἡμῶν ὅ τι χρὴ λέγειν Aeschin.2.21, πρὸς τὰ ἔξω ἅμα διεσκοπεῖτο εἴ ποθεν ἀσφάλειάν τινα ὁρῴη Th.6.59, τίς οὖν μετ' αὐτὸν θηρίων τυραννήσει διεσκοπεῖτο Babr.95.17, διεσκοπεῖτο πῶς ... Lib.Or.18.83.
3 recapacitar, reflexionar, hacer una indagación o examen c. giro prep. περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῖ Pl.Phd.61e, περὶ ταύτης τῆς δόξης Arist.EE 1217b16, πάνυ γε διασκοπῶν Alex.140.3, ὑπὲρ ὧν οὐ καιρὸς ἐν τῷ παρόντι διασκοπεῖν acerca de lo cual ahora no es el momento de discutir D.H.Lys.12.8, ἔδοξεν οὖν αὐτῷ διασκοπήσαντι σὺν τοῖς παρέδροις αὐτοῦ decidió pues, tras hacer un examen en profundidad con sus asesores Ach.Tat.7.12.1
en v. med. mismo sent. ὑπὲρ ἁπάντων Luc.Gall.25, περὶ τούτων Hld.3.10.1, περὶ τῶν παρόντων Hld.8.5.4, cf. Pl.Phd.70c, Plu.Alc.10, Plot.4.3.18.

German (Pape)

[Seite 602] = διασκέπτομαι, genau betrachten, erwägen; Thuc. 7. 48; Plat. Phaed. 61 e u. Folgde. Auch med., Phaed. 70 e, χρὴ διασκοπεῖσθαι; vgl. Plut. Alcib. 10.

French (Bailly abrégé)

διασκοπῶ :
examiner à fond, observer, étudier;
Moy. διασκοπέομαι, διασκοποῦμαι examiner avec soin.
Étymologie: διά, σκοπέω.

Greek Monotonic

διασκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, παρακ. δι-έσκεμμαι·
I. κοιτάζω προς διαφορετικές κατευθύνσεις, βλέπω ολόγυρα, εξετάζω ή υπολογίζω προσεκτικά, σταθμίζω, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης στη Μέσ., διασκοπεῖσθαι πρός τι, σε Θουκ.
II. απόλ., συνεχίζω να παρακολουθώ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διασκοπέω: тж. med. досл. внимательно разглядывать, рассматривать, перен. обдумывать (τι Xen., τινα и περί τινος Plat.): ἀπεσιώπα διασκοπούμενος Plut. он умолк в раздумье.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σκοπέω, meestal als praes. en imperf. bij διασκέπτομαι goed bekijken; abs.: διασκοπεῖν σιωπῇ πανταχῇ in stilte overal goed te kijken Aristoph. Th. 660. meestal overdr. grondig beschouwen, onderzoeken, ook med.; met περί + gen. onderzoek doen naar; met indir. vraagzin:. διασκοπούμενοι αὐτὴν εἰ αὕτη εἴη ἡ τὴν εὐδαιμονίαν παρέχουσά τε καὶ ἀπεργαζομένη van haar (de kunst van het koningschap) onderzoekend, of zij het is die geluk verschaft en bewerkstelligt Plat. Euthyd. 291b; ἤδη περὶ σφᾶς αὐτοὺς καὶ ὅπῃ σωθήσονται διεσκόπουν (de meesten) begonnen al aan zichzelf te denken en te kijken hoe ze veilig weg zouden komen Thuc. 7.71.6.

Middle Liddell

fut. -σκέψομαι perf. δι-έσκεμμαι
I. to look at in different ways, to examine or consider well, Hdt., Eur., etc.; also in Mid., διασκοπεῖσθαι πρός τι Thuc.
II. absol. to keep watching, Xen.