ἁγής
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
[ᾱ], ές,
A guilty, accursed, dub. in Hippon.11.
II in good sense, pure, holy, of the sun, ἁγέα κύκλον Emp.47.
Spanish (DGE)
-ές
dud.
1 santo, puro ἁγέα κύκλον del sol, Emp.B 47.
2 sacrílego, execrable, abominable ἁγεῖ Βουπάλῳ Hippon.19 (pero v. 1 ἄγος I 1), cf. ἁγὴς ὁ μυσαρός Tz.H.13.315, ad Lyc.436.
• Etimología: Cf. ἅζομαι, ἅγιος, 1 ἄγος.
German (Pape)
[Seite 13] ές (ἅγος), Hippon. frg. 4, verbrecherisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγής: [ᾱ], ές, (ἅγος), ἔνοχος, ἐπικατάρατος, μιαρός, Ἱππῶναξ, 11. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασ. = εὐαγής, λαμπρός, καθαρός, ἁγέα κύκλον, Ἐμπεδ. παρ’ Α. Β. 337, πρβλ. Näke Χοιρ. 179, κἑξ.· ἢ ἴσως περιηγητής, στρογγύλος, περιφερής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Translations
abominable
Arabic: بَغِيض; Egyptian Arabic: وحش; Bulgarian: отвратителен, противен, ненавистен, омразен; Catalan: abominable; Czech: ohavný, odporný, hnusný, strašný; Dutch: abominabel, afstotelijk, verschrikkelijk, afschuwelijk, verfoeilijk; Esperanto: abomena; French: abominable; Galician: abominable, abominábel; German: verabscheuungswürdig, verhasst, abscheulich; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐍃𐌴𐍄𐍃; Ancient Greek: ἁγής, ἅγιος, ἄζηλος, ἀθέμιστος, ἀλιτήμενος, ἀλιτηριώδης, ἀναίσχυντος, ἀπεύχετος, ἀπόπτυστος, ἀπόρρητος, ἀπότρεπτος, ἀπότροπος, βδελυκτός, βδελύκτροπος, βδελυρός, βδελυρώδης, ἐβδελυγμένος, ἐναγής, ἐξάγιστος; Hebrew: נתעב; Hungarian: utálatos, undorító, gyűlöletes; Interlingua: abominabile; Irish: gráiniúil; Italian: abominabile, detestabile, efferato, odioso; Latin: abominabilis, abominandus, aversabilis; Norwegian Bokmål: abominabel, avskyelig, fryktelig, fæl; Polish: ohydny, odrażający, plugawy, niegodziwy; Portuguese: abominável, execrável; Romanian: abominabil, detestabil; Russian: отвратительный, омерзительный, противный, гнусный, гадкий, отвратный, ненавистный, отвратный; Serbo-Croatian: gnusan; Spanish: abominable, aborrecible; Tagalog: kaani-ani, kamuhi-muhi; Turkish: iğrenç, berbat, menfur
accursed
Bulgarian: проклет; Esperanto: malbenita; Finnish: kirottu, mokoma; French: fichu, satanée, détestable; Greek: καταραμένος, επάρατος; Ancient Greek: ἁγής, ἅγιος, ἀλειτήριος, ἀλιτήριος, ἀλιτηριώδης, ἀνόσιος, ἀραῖος, ἀράσιμος, ἀρατός, ἀρητός, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἐπάρατος, ἐπικατάρατος, ἐπίτριπτος, καταράσιμος, κατάρατος, κατάρητος, κάταρϝος, κατηραμένος, κατήρητος, οὐλόμενος, πρόστροπος; Irish: mallachtach; Portuguese: maldito; Romanian: blestemat, afurisit