πευκήεις
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
Dor. πευκάεις, πευκήεσσα, πευκῆεν,
A pine-covered, οὔρεα D.P.678; νῆσος Orph.A.1189.
2 of pine or of pine-wood, π. σκάφος E.Andr.863 (lyr.); πευκάενθ' Ἥφαιστον the fire of pine-torches, S.Ant.123 (lyr.).
II metaph., sharp, piercing, πευκήεντ' ὀλολυγμόν A.Ch.386 (lyr., codd.; Dind. metri gr. πῠκάεντ', cf. πυκᾶες· ἰσχυρόν, Theognost.Can.23, but πεύκαες· τὸ πικρόν, Hdn.Gr.1.394); πευκᾶεν σέλας ἀστραπῆς A.Fr.25 A; π. κέντρα Opp. H.2.457.
German (Pape)
[Seite 607] εσσα, εν, mit Fichten bewachsen, sichtenreich; οὔρεα, D. Per. 678; νῆσος, Orph. Arg. 1194; aus Fichten gemacht, Ἥφαιστος, d. i. das Feuer der Pechfackeln, Soph. Ant. 123; σκάφος, Eur. Andr. 864; sp. D. – Übh. scharf durchdringend, herb u. spitz, ὀλολυγμός Aesch. Ch. 381, auch κέντρα, Opp. Hal. 2, 457.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
1 fait de bois de pin ; Ἥφαιστος SOPH feu de torches résineuses;
2 perçant, piquant, aigu fig. en parl. de hurlements de douleur.
Étymologie: πεύκη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πευκήεις -ήεσσα -ῆεν, Dor. πευκᾱ́εις [πεύκη] poët., van pijnboomhout; overdr. schril. Aeschl. Ch. 386 (dub.).
Russian (Dvoretsky)
πευκήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. πευκάεις, άεσσα, ᾶεν
1 сосновый (σκάφος Eur.): π. Ἣφαιστος Soph. сосновое пламя Гефеста;
2 пронзительный (ὀλολυγμός Aesch.).
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πευκάεις, -εσσα, -εν, Α
1. (για τόπο) γεμάτος πεύκα, πευκόφυτος («νῆσον πευκήεσσαν», Ορφ.)
2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου («πευκᾱεν σκάφος», Ευρ.)
3. πικρός, διαπεραστικός («πευκαεντ' ὀλολυγμόν», Οππιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμήεις)].
Greek Monotonic
πευκήεις: Δωρ. πευκάεις, -εσσα, -εν·
I. αυτός που προέρχεται από πεύκο ή από ξύλο πεύκου, σε Ευρ.· πευκάενθ' Ἥφαιστον, φωτιά από πεύκινους πυρσούς, σε Σοφ.
II. μεταφ., οξύς, διαπεραστικός, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πευκήεις: Δωρ. πευκάεις, εσσα, ἐν, κατάφυτος ἐκ πευκῶν οὔρεα Διον. Π. 678· νῆσος Ὀρφ. Ἀργ. 1187. 2) ὁ ἐκ πεύκης ἢ ἐκ ξύλου πεύκης, π. σκάφος Εὐρ. Ἀνδρ. 863· πευκάενθ’ Ἥφαιστον, τὸ πῦρ τῶν ἐκ πεύκης πυρσῶν, Σοφ. Ἀντ. 123. ΙΙ. μεταφορ., διαπεραστικός, ὀξὺς (ἴδε πεύκη ἐν τέλ.), πευκήεντ’ ὀλολυγμὸν Αἰσχύλ. Χο. 385 (τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ὁ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου διορθοῖ πῠκάεντ’ ἐκ τοῦ Θεογνώστ. σ. 23, ὅστις μνημονεύει λέξιν πῠκᾶες, ἥν ἑρμηνεύει ἰσχυρόν)· π. κέντρα Ὀππ. Ἁλ. 2. 457.
Middle Liddell
πευκήεις, δοριξ πευκάεις, εσσα, εν [from πεύκη
I. of pine or pine-wood, Eur.; πευκάενθ' Ἥφαιστον the fire of pine-torches, Soph.
II. metaph. sharp, piercing, Aesch.