φυλλάς
English (LSJ)
φυλλάδος, ἡ, as adjective,
A leafy, λόχμη Nonn. D. 21.340.
II usually as substantive, heap, bed, or litter of leaves, φυλλάδα ἐπιβαλών Hdt.8.24; φ. στιπτή S.Ph.33, cf. Bion 1.69, A.R.1.1183, etc.
2 foliage, ῥίζης γὰρ οὔσης φ. ἵκετ' A.Ag.966; φ. μυριόκαρπος, of a thick grove, S.OC676 (lyr.); τεμενία φ. Id.Tr.754; φ. Παρνασία E.Andr.1100: metaph., φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης A.Ag.79 (anap.); also, leafy branch, E.Supp.32, Ar.V.398 (anap.); κλισίαι ἐκ φυλλάδος D.S.19.22, cf. Str.16.4.13, etc.: pl., Gp.3.10.6, etc.
3 salad, Mnesim.4.31 (anap.), Diphil. 18.4, cf. Poll.6.71.
German (Pape)
[Seite 1315] άδος, ἡ, 1) ein Blätterhaufen, ein Lager, eine Streu von Blättern; στειπτή Soph. Phil. 33; φυλλάδα ἐπιβάλλειν Her. 8, 24; λεχαίη Ap. Rh. 1, 1183. – 2) ein Ast mit Blättern, Ar. Vesp. 398; Laubwerk, Laub, ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ' ἐς δόμους Aesch. Ag. 940; τεμενία, der laubreiche Hain, Soph. Tr. 751; παρνησία Eur. Andr. 1101; τείνεσθαι Thall. 4 (IX, 220); φυλλὰς εὔκαρπος, Fruchtbaum, Agath. 25 (V, 292); – ἡ δριμεῖα, ein Kräutergericht, = φυλλίς, Ath. IV, 134, vgl. Poll. 6, 71.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 feuillée, feuillage ; p. ext. bois, particul. bois sacré;
2 monceau ou lit de feuilles;
3 branche garnie de feuilles, rameau.
Étymologie: φύλλον.
Russian (Dvoretsky)
φυλλάς: άδος ἡ
1 листья, листва Her.: φ. κατακαρφομένη Aesch. засохшая листва;
2 подстилка (ложе) из листьев Soph.;
3 ветвь с листьями Eur., Arph.: κλισίαι ἐκ φυλλάδος Diod. шалаши из ветвей;
4 роща (φ. μυριόκαρπος Soph.; φ. Παρνασία Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
φυλλάς: -άδος, ἡ, ὡς ἐπίθ., φυλλώδης, πλήρης φύλλων, φυλλὰς ὀπώρη μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόνν. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σωρὸς φύλλων, στρῶμα φύλλων, φυλλάδα ἐπιβάλλειν Ἡρόδ. 8. 24· φ. στιπτὴ Σοφ. Φιλ. 33, πρβλ. Βίωνα 1. 65, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1183, κλπ. 2) τὰ φύλλα ἢ τὸ φύλλωμα δένδρου, ῥίζης γὰρ οὔσης φ. ἵκετ’ Αἰσχύλ. Ἀγ. 966· μεταφ., φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης, ὡς τὸ Σαιξπήρειον, “my May of life is fallen into the sere, the yellow leaf”, αὐτόθι 79· ― κλάδος ἢ κλαδίσκος μετὰ φύλλων, Εὐρ. Ἱκ. 32, Ἀριστοφ. Σφ. 398 κλισίαι ἐκ φυλλάδος Διόδ. 19. 22, πρβλ. Στράβ. 773, κλπ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., φυλλώδεις κλάδοι, Γεωπ. 3. 10, 6, κλπ. 3) ποιητ. ἀντὶ δένδρου ἢ φυτοῦ, φυλλάδος Παρνασίας, δηλ. τῆς δάφνης, Εὐρ. Ἀνδρ. 1100· φ. μυριόκαρπος, ἐπὶ πυκνοῦ ἄλσους, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 676· τεμενία φ. ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 753. 4) «σαλάτα», ἔδεσμα ἐκ λαχάνων χλωρῶν, Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 31· ἡ φυλλὰς ἡ δριμεῖα περιοισθήσεται Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2. 4· πρβλ. Πολυδ.Ϛ΄, 71.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
1. το φύλλωμα, η φυλλωσιά («ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ' ἐς δόμους», Αισχύλ.)
2. κλαδί με φύλλα («δεσμὸν δ' ἄδεσμον τόνδ' ἔχουσα», Ευρ.)
3. σωρός, στρώμα από φύλλα («στιπτή τε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ», Σοφ.)
4. έδεσμα από χλωρά λαχανικά, σαλάτα
5. (κατά τον Ησύχ.) «φυλλάδες οἱ ξηροὶ κλάδοι καὶ φύλλα ἔχοντες»
6. φρ. α) «φυλλὰς παρνασσία» — η δάφνη (Ευρ.)
β) «φυλλὰς μυριόκαρπος» — πυκνό άλσος (Σοφ.)
γ) «φυλλὰς λόχμη» — λόχμη με πυκνά φυλλώματα.
Greek Monotonic
φυλλάς: -άδος, ἡ (φύλλον),
1. σωρός από φύλλα ή στοιβάδα από φύλλα, σε Ηρόδ., Σοφ.
2. φύλλα ή φύλλωμα δέντρου, σε Αισχύλ.· κλαδί ή κλάρα, σε Ευρ., Αριστοφ.
3. ποιητ. αντί δέντρο ή φυτό, φυλλὰς Παρνησία, δηλ. η δάφνη, σε Ευρ.· φυλλὰς μυριόκαρπος, λέγεται για πυκνό άλσος, σε Σοφ.
Middle Liddell
φυλλάς, άδος, φύλλον
1. a heap of leaves, bed or litter of leaves, Hdt., Soph.
2. the leaves or foliage of a tree, Aesch.:— a branch or bough, Eur., Ar.
3. poet. for a tree or plant, φ. Παρνησία, i. e. the laurel, Eur.; φ. μυριόκαρπος, of a thick grove, Soph.
English (Woodhouse)
Translations
foliage
Armenian: սաղարթ; Belarusian: лі́сце, лісцё, лістота; Bulgarian: шума, листак; Catalan: fullatge; Chinese Mandarin: 葉子/叶子; Czech: listí; Danish: løv; Dutch: gebladerte; Esperanto: foliaro; Faroese: leyv; Finnish: lehdet, lehvistö; French: feuillage; Friulian: frind; Galician: rama, ramaxe, follaxe; German: Blätter, Laub, Laubwerk, Blätterwerk, Beblätterung; Greek: φύλλωμα, φυλλωσιά; Ancient Greek: βλάστημα, θαλλία, κόμη, τὰ φύλλα, φύλλα, ὕλη, φόβη, φυλλάς, φυλλίς, φύλλωμα, χαίτα, χαίτη, χλόα, χλόη, χλοίη; Hebrew: עַלְוָה; Hindi: पर्णसमूह; Hungarian: lomb; Ido: foliaro; Irish: duilliúr, clúmh; Italian: fogliame; Japanese: 木の葉; Korean: 나뭇잎; Latin: frons; Macedonian: лисја, лисје; Malay: dedaun; Maori: raurau; Norwegian Bokmål: bladverk, løvverk; Polish: listowie, liście; Portuguese: folhagem; Romanian: frunze, frunziș, frunzărime; Russian: листва, листья; Serbo-Croatian Cyrillic: ли̑шће; Roman: lȋšće; Slovak: lístie; Slovene: listje; Sorbian Lower Sorbian: list; Spanish: follaje; Swedish: lövverk, bladverk; Tagalog: kadahunan; Ukrainian: листя; Venetian: stram; Volapük: bledem; Welsh: deiliant